ὑποπτυχίς

From LSJ
Revision as of 14:21, 1 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑποπτῠχίς Medium diacritics: ὑποπτυχίς Low diacritics: υποπτυχίς Capitals: ΥΠΟΠΤΥΧΙΣ
Transliteration A: hypoptychís Transliteration B: hypoptychis Transliteration C: ypoptychis Beta Code: u(poptuxi/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ, joint, τοῦ θώρακος Plu.Alex.16.

German (Pape)

[Seite 1230] ίδος, ἡ, Falte, Fuge, θώρακος, Plut. Alex. 16.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
pli en dessous ; θώρακος PLUT défaut de la cuirasse.
Étymologie: ὑπό, πτύσσω.

Russian (Dvoretsky)

ὑποπτῠχίς: ίδος ἡ сгиб, шов (τοῦ θώρακος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ, «τὸ μέρος ὅπου πτύσεται ὁ θώραξ παρὰ τὸν βουβῶνα» (Κοραῆς), ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη Πλουτ. Ἀλέξ. 16.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
πτυχή κάτω από κάτι («ἀκοντισθεὶς μὲν ὑπὸ τὴν ὑποπτυχίδα τοῦ θώρακος οὐκ ἐτρώθη», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + πτυχή + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ψηφίς)].

Greek Monotonic

ὑποπτῠχίς: -ίδος, ἡ (πτυχή), κλείδωση, άρθρωση, τοῦ θώρακος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ὑπο-πτῠχίς, ίδος, ἡ, πτυχή
a joint, τοῦ θώρακος Plut.