μαλάκυνσις

From LSJ
Revision as of 10:06, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰλάκυνσις Medium diacritics: μαλάκυνσις Low diacritics: μαλάκυνσις Capitals: ΜΑΛΑΚΥΝΣΙΣ
Transliteration A: malákynsis Transliteration B: malakynsis Transliteration C: malakynsis Beta Code: mala/kunsis

English (LSJ)

-εως, ἡ, = μάλαξις, Alex.Aphr.Pr.1.90 (prob.).

German (Pape)

ἡ, Weichmachen, Erweichen (?).

Greek Monolingual

η (Α μαλάκυνσις) μαλακύνω
το να γίνεται κάτι μαλακό, το μαλάκωμα
νεοελλ.
1. εκθήλυνση
2. ιατρ. ελάττωση και, μερικές φορές, πλήρης σχεδόν κατάργηση της συνοχής τών στοιχείων ενός ιστού ως συνέπεια νεκροβίωσης, η οποία ακολουθεί συχνά την απόφραξη ενός αιμοφόρου αγγείου από θρόμβωση ή από εμβολήμαλάκυνση εγκεφάλου» — νέκρωση του εγκεφαλικού ιστού, δευτεροπαθής στην απόφραξη της αρτηρίας που αιματώνει την προσβληθείσα περιοχή).