προεπίσταμαι
Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit
English (LSJ)
know or understand beforehand, Pl.Grg. 459e, X.Cyr.4.3.12, Isoc.9.12, Arist.APr.67a22, Ael.NA7.8, etc.
German (Pape)
[Seite 721] (s. ἐπίσταμαι), vorher-, vorauswissen; Plat. Gorg. 459 e; Xen. Cyr. 4, 3, 12.
French (Bailly abrégé)
savoir d'avance.
Étymologie: πρό, ἐπίσταμαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-επίσταμαι tevoren weten, tevoren ervaring hebben met.
Russian (Dvoretsky)
προεπίστᾰμαι: знать заранее (τι Plat.): προεπιστάμεθα γὰρ τοῦτο Xen. ведь мы это давно знаем.
Greek Monolingual
Α ἐπίσταμαι
γνωρίζω καλά κάτι εκ τών προτέρων.
Greek Monotonic
προεπίστᾰμαι: αποθ., γνωρίζω ή καταλαβαίνω από πριν, σε Πλάτ., Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
προεπίστᾰμαι: ἀποθ., ἐπίσταμαι, γινώσκω ἢ ἐννοῶ ἐκ τῶν προτέρων, Πλάτ. Γοργ. 459Ε, Ξεν. Κύρ. 4. 3, 12, Αἰλ. π. Ζ. 7. 8, κτλ.
Middle Liddell
Dep. to know or understand beforehand, Plat., Xen.