ἐπορθιάζω

Revision as of 11:40, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

set upright, erect, raise, ἐπορθιάζω τὰ ὦτα = prick the ears, v.l. in Ph.2.4: but mostly of the voice, lift up at or lift up over, ὀλολυγμὸν τῇδε λαμπάδι A.Ag. 29; Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν ib.1120: abs., ἐπορθιάζω γόοις lift up the voice in wailing, Id.Pers.1050(lyr.).

German (Pape)

[Seite 1009] die Stimme erheben, sc. φωνήν, entgegen ertönen lassen, zujubeln, ὀλολυγμὸν τῇδε λαμπάδι Aesch. Ag. 29. 1091, γόοις, mit Wehklagen aufschreien, Pers. 1007; – im eigtl. Sinne, emporrichten, τὰ ὦτα, die Ohren spitzen, Philo, l. d.

French (Bailly abrégé)

élever en parl. de la voix : ὀλολυγμόν ESCHL pousser des cris de joie ; abs. ἐπ. γόοις ESCHL élever la voix en poussant des gémissements ; appeler à grands cris, acc..
Étymologie: ἐπί, ὀρθιάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπορθιάζω:
1 досл. выпрямлять, поднимать, перен. (о голосе) возвышать, издавать (ὀλολυγμόν Aesch.): ἐ. γόοις Aesch., застонать, возопить;
2 взывать, призывать (Ἐρινὺν δώμασιν Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπορθιάζω: κάμνω τι νὰ σταθῇ ὄρθιον, ἐπορθ. τὰ ὦτα, ὀρθώνω, «τεντώνω ταὐτιά», Φίλων 2. 4· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τῆς φωνῆς, ὑψῶ τὴν φωνήν μου, ὀλολυγμὸν εὐφημοῦντα τῇδε λαμπάδι ἐπορθιάζειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 29· ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν αὐτόθι 1120· ἀπολ., ἐπορθιάζω γόοις, ἐγείρω τὴν φωνήν μου ἐν θρήνοις, ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 1050.

Greek Monolingual

ἐπορθιάζω (Α)
1. ορθώνω, ειδ. τεντώνω τ’ αφτιά μου («τὰ ὦτα ἀνεγερθέντα καὶ ἐπορθιασθέντα», Φίλ.)
2. υψώνω τη φωνή μου, σκούζω («ποίαν Ἐρινὺν τήνδε δώμασιν κέλει ἐπορθιάζειν;», Αισχύλ.)
3. θρηνώ δυνατά («ἐπορθίαζε νῦν γόοις», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ορθιάζω «φωνάζω δυνατά» (< όρθιος < ορθός)].

Greek Monotonic

ἐπορθιάζω: κάνω κάτι να σταθεί όρθιο, λέγεται για τη φωνή, σηκώνω, ανεβάζω, υψώνω, σε Αισχύλ.· απόλ., ἐπορθ. γόοις, ανεβάζω, σηκώνω τον τόνο της φωνής κατά τη διάρκεια θρήνου, στον ίδ.

Middle Liddell

to set upright, of the voice, to lift up, Aesch.; absol., ἐπορθ. γόοις to lift up the voice in wailing, Aesch.