ἀναβαστάζω
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
raise or lift up, carry, J.AJ19.3.1, Luc.Anach. 24.
Spanish (DGE)
1 cargar, llevar encima las puertas ἐπὶ τῷ ὤμῳ LXX Id.16.3, a alguien, I.AI 19.220, Luc.Anach.24.
2 levantar ἐκ ῥιζῶν τὴν βοτάνην Cat.Cod.Astr.11(2).166.
German (Pape)
[Seite 180] (s. βαστάζω), aufheben und tragen, Luc. ἐς ὕψος τὸν ἀντίπαλον Gymn. 24.
French (Bailly abrégé)
porter en l'air ou sur les épaules.
Étymologie: ἀνά, βαστάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναβαστάζω: поднимать, нести на плечах (τὸν ἀντίπαλον Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀναβαστάζω: ἀνεγείρω, σηκώνω ἐπάνω, φέρω, «ἐς ὕψος ἀναβαστάσας τὸν ἀντίπαλον» Λουκ. Γυμν. 24.
Greek Monolingual
(Α ἀναβαστάζω) βαστάζω
ανυψώνω κάτι και το κρατώ με τα χέρια, κρατώ ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαστάζω.
ΠΑΡ. μσν. ἀναβαστακτήρ.
Greek Monotonic
ἀναβαστάζω: μέλ. -σω, ανεγείρω ή σηκώνω προς τα πάνω, κουβαλώ, σε Λουκ.