ἀποκερδαίνω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
pf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18:—have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., ποτοῦ E.Cyc.432; ἀ. βραχέα make some small gain of a thing, And.1.134: abs., ἔνεσται ἀποκερδᾶναι Luc. DMort.4.1.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ἀποκεκέρδαγκα D.C.43.18.2]
1 c. gen. o ἀπό más gen. sacar provecho, disfrutar ποτοῦ E.Cyc.432, οὐ γάρ που καὶ ἰδίᾳ τι αὐτῶν ἀποκεκέρδαγκα D.C.l.c.
•aprovechar, procurarse ὅ τι ἂν ἀποκερδάνωσιν ἀπὸ τῶν ὀχετῶν Hp.Gland.6, c. ac. int. βραχέα obtener un provecho pequeño And.Myst.134
•abs. ἔνεσται ... ἀποκερδᾶναι Luc.DMort.4.1.
2 c. ac. compl. dir. evitar, escapar ὧν (sc. tormentos del infierno) ἵνα τὴν πεῖραν ἀποκερδάνωσιν Cyr.Al.M.73.797D.
German (Pape)
[Seite 306] (s. κερδαίνω), Genuß, Vortheil von etwas haben, βραχέα Andoc. 1, 134; Sp., wie Luc. Mort. D. 4, 1; τινός Eur. Cycl. 431.
French (Bailly abrégé)
tirer parti de, profiter de.
Étymologie: ἀπό, κερδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκερδαίνω: (inf. aor. ἀποκερδᾶναι) извлекать пользу или наслаждаться (Luc.; τινός Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκερδαίνω: μέλλ. -κερδήσω, -κερδᾰνῶ: ἀόρ. -εκέρδησα, -εκέρδᾱνα: ― ἔχω κέρδος, ὠφέλειαν ἔκ τινος πράγματος, μετὰ γεν. ἀποκερδαίνων ποτοῦ, ἀπολαύων, Εὐρ. Κύκλ. 432· καὶ βραχέα ἀποκερδαίνομεν, κερδαίνομεν ὀλίγα (ἔκ τινος πράγματος), Ἀνδοκ. 17. 32· ἀπολύτ., ἐνέσται ἀποκερδᾶναι Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 4. 1.
Greek Monolingual
(Α ἀποκερδαίνω)
έχω κέρδος, απολαμβάνω
μσν.- νεοελλ.
κατακτώ, αποκτώ.
Greek Monotonic
ἀποκερδαίνω: μέλ. -κερδήσω ή κερδᾰνῶ, αόρ. -εκέρδησα ή -εκέρδᾱνα· έχω κέρδος, όφελος από κάτι, με γεν., σε Ευρ.· απόλ., σε Λουκ.
Middle Liddell
to have benefit, enjoyment from or of a thing, c. gen., Eur.; absol., Luc.