ἀστυνομικός

From LSJ
Revision as of 11:50, 3 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

πολλὰς ἂν εὕροις μηχανάς· γυνὴ γὰρ εἶ → you will find many ruses: you are a woman

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀστυνομικός Medium diacritics: ἀστυνομικός Low diacritics: αστυνομικός Capitals: ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟΣ
Transliteration A: astynomikós Transliteration B: astynomikos Transliteration C: astynomikos Beta Code: a)stunomiko/s

English (LSJ)

ἀστυνομική, ἀστυνομικόν, of or for an ἀστυνόμος or his office, Pl.R. 425d, Arist.Pol.1264a31; νόμος PHal.1.237 (iii B. C.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 relativo al cargo de astínomo ἀγρονομικὰ ἄττα ἢ ἀστυνομικά Pl.R.425d, cf. Arist.Pol.1264a31
νόμος ἀ. PHal.1.237 (III a.C.).
2 relativo a los ediles μονόβιβλον Dig.43.10.1
subst. οἱ ἀστυνομικοί los ediles, Dig.l.c.

German (Pape)

[Seite 379] zum Amt des Astynomos gehörig, Plat. Rep. IV, 425 d.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la fonction d'ἀστυνόμος.
Étymologie: ἀστυνόμος.

Russian (Dvoretsky)

ἀστῠνομικός: относящийся к астиномии, касающийся астиномов Plat., Arst.

Greek (Liddell-Scott)

ἀστῠνομικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυνόμου, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος εἰς ἀστυνόμον, ἢ εἰς τὸ ἔργον αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 425D, Ἀριστ. Πολ. 2. 5, 21.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀστυνομικός, -ή, -όν) αστυνόμος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αστυνόμο ή στο έργο του
νεοελλ.
ως ουσ. όργανο της αστυνομίας, αστυνόμος.

Greek Monotonic

ἀστῠνομικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει σε αστυνόμο (ἀστυνόμος) ή το επάγγελμά του, σε Πλάτ.

Middle Liddell

of or for an ἀστυνόμος or his office, Plat.