διοιχνέω
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
A go through, ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315 (anap.), cf. Lyc.10.
II abs., wander about, ἐν πέτρῃσιν h.Hom.19.10.
Spanish (DGE)
1 tr. pasar a través de un período de tiempo, c. ac. ἀσινὴς δ' αἰῶνα διοιχνεῖ A.Eu.315
•recorrer en sent. espacial, fig. διοίχνει δυσφάτους αἰνιγμάτων οἴμας recorre los difíciles pasos de los enigmas Lyc.10.
2 intr. vagar πέτρῃσιν ἐν ἠλιβάτοισι διοιχνεῖ h.Pan.10.
French (Bailly abrégé)
διοιχνῶ :
traverser, parcourir, acc..
Étymologie: διά, οἰχνέω.
German (Pape)
(οἰχνέω), hindurchgehen; αἰῶνα Aesch. Eum. 305; ἐν πέτρῃσιν, umherwandeln, H.h. 18.10.
Russian (Dvoretsky)
διοιχνέω: проходить, бродить, странствовать (πέτρῃσι ἐν ἠλιβάτοισι HH): αἰῶνα δ. Aesch. жить, существовать.
Greek (Liddell-Scott)
διοιχνέω: διέρχομαι, διαπερῶ, ἀσινὴς δ’ αἰῶνα διοιχνεῖ Αἰσχύλ. Εὐμ. 315. ΙΙ. ἀπόλ., περιπλανῶμαι, ἐν πέτραις Ὕμν. Ὁμ. 18. 10.
Greek Monotonic
διοιχνέω: μέλ. -ήσω,
I. διέρχομαι, περνώ μέσα από, με αιτ., σε Αισχύλ.
II. απόλ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, σε Ομηρ. Ύμν.
Middle Liddell
fut. ήσω
I. to go through, c. acc., Aesch.
II. absol. to wander about, Hhymn.