μαντιπολέω
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
English (LSJ)
prophesy, A.Ag.979 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
μαντιπολῶ :
prédire l'avenir.
Étymologie: μαντιπόλος.
German (Pape)
sich mit dem Wahrsagen beschäftigen, weissagen, Aesch. Ag. 952.
Russian (Dvoretsky)
μαντῐπολέω: заниматься предсказаниями, прорицать Aesch.
Greek (Liddell-Scott)
μαντῐπολέω: προφητεύω, Αἰσχύλ. Ἀγ. 979· - ἐκ τοῦ μαντιπόλος, ον, μαινόμενος, ἐνθουσιῶν, ἐμπεπνευσμένος, Βάκχη Εὐρ. Ἑκ. 123· Ἀπόλλων Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 31.
Greek Monotonic
μαντῐπολέω: μέλ. -ήσω, προφητεύω, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
μαντῐπολέω, fut. -ήσω
to prophesy, Aesch. [from μαντῐπόλος]