μονομαχέω
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
English (LSJ)
Ion. μουνομαχέω, fut. -ήσω Men. Sam.225: (μονομάχος):—
A fight in single combat, E.Ph.1220; τινι with one, Hdt.9.26, Pl.Cra.391e, etc.; πρός τινα Plb.35.5.1.
II μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ = having fought singlehanded with the Persians, of the Athenians at Marathon, Hdt.9.27; δυοῖσι οὐκ ἂν μουνομαχέοιμι Id.7.104.
III fight as a gladiator, Posidipp.22, Luc.Tox.58, Hdn.1.17.2, D.C.75.16.
German (Pape)
[Seite 203] einzeln, im Zweikampfe mit Einem kämpfen; εἰς ἀγῶνα μονομαχοῦντ' ἀλκὴν δορός, Eur. Phoen. 1372, vgl. 1226; Her. in ion. Form μουνομ. τινί, 7, 104. 9, 26; auch μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, 9, 27, sie kämpften allein mit dem Perser; ὃς ἐμονομάχει τῷ Ἡφαίστῳ, Plat. Crat. 391 e; Folgde; Pol. 3, 62, 5; πρὸς τὸν βάρβαρον, 35, 5, 1; Plut. u. Luc.
French (Bailly abrégé)
μονομαχῶ :
1 combattre seul, càd sans secours : τινί contre qqn;
2 combattre en combat singulier : τινί contre qqn.
Étymologie: μονομάχος.
Russian (Dvoretsky)
μονομᾰχέω: ион. μουνομᾰχέω биться один на один, единоборствовать (τινι Her., Plat.; πρός τινα Polyb.): μοῦνοι Ἑλλήνων μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ Her. одни из всех греков, сразившиеся с персами.
Greek (Liddell-Scott)
μονομᾰχέω: Ἰων. μουν-, (μονομάχος) μάχομαι μόνος πρὸς μόνον, Εὐρ. Φοίν. 1220· τινι πρός τινα, Ἡρόδ. 9. 26, Πλάτ. Κρατ. 391E, κτλ.· πρός τινα, Πολύβ. 35. 5, 1. ΙΙ. παρ’ Ἡροδ. 9. 27, ἐπὶ τῶν Ἀθηναίων ἐν Μαραθῶνι, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, πολεμήσαντες μόνοι αὐτοὶ πρὸς τοὺς Πέρσας (ἄνευ συμμάχων)· οὕτω, δυοῖσι οὐκ ἂν μουνομαχέοιμι 7, 104. ΙΙΙ. μάχομαι ὡς μονομάχος, Δίων Κ. 75. 19.
Greek Monotonic
μονομᾰχέω: Ιων. μουνο-, μέλ. -ήσω, μάχομαι μόνος με έναν μόνο αντίπαλο, σε Ευρ.· τινι, με κάποιον, σε Ηρόδ.· λέγεται για τους Αθηναίους στη μάχη του Μαραθώνα, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ, που πολέμησαν μόνοι αυτοί τους Πέρσες, στον ίδ.
Middle Liddell
μονο-μᾰχέω,
to fight in single combat, Eur.; τινι with one, Hdt.; of the Athenians at Marathon, μοῦνοι μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ having fought single-handed with the Persians, Hdt.