πυροπωλέω
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
English (LSJ)
deal in wheat, D.19.114.
German (Pape)
[Seite 824] Weizen verkaufen, mit Weizen handeln, Dem. 19, 114.
French (Bailly abrégé)
πυροπωλῶ :
vendre du blé.
Étymologie: πυροπώλης.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πῡροπωλέω [πυρός, πωλής] in graan handelen.
Russian (Dvoretsky)
πῡροπωλέω: торговать пшеницей Dem.
Greek (Liddell-Scott)
πῡροπωλέω: πωλῶ πυρούς, σῖτον, σιτοπωλῶ, Δημ. 376. 1, Πολυδ. Ζ´, 18.
Greek Monotonic
πῡροπωλέω: μέλ. -ήσω, πουλώ σιτάρι, σε Δημ.