σωμασκέω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
exercise the body, practise wrestling, etc., X.Cyr.1.6.17, 3.1.20, Plb.6.47.8, etc.; σ. αὑτόν D.L.8.12: metaph., σ. τὸν πόλεμον train War (personified) for action, Plu.Aem.8.
German (Pape)
[Seite 1059] den Leib üben, dah. sich als Ringer, in der Ringkunft üben, u. übertr., τὸν πόλεμον, sich auf den Krieg vorbereiten, Xen. Cyr. 1, 6, 17 Mem. 3, 9, 11 u. öfter, u. Sp., wie Pol. 6, 47, 8, Plut. Aem. Paul. 8.
French (Bailly abrégé)
σωμασκῶ :
1 exercer son corps, s'exercer dans les gymnases;
2 préparer en s'exerçant : τὸν πόλεμον PLUT s'exercer pour se préparer à la guerre.
Étymologie: σῶμα, ἀσκέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωμασκέω [σωμασκία] aan lichaamsoefening doen, trainen; ook overdr., met acc.: σ. τὸν πόλεμον de oorlog voorbereiden Plut. Aem. 8.7.
Russian (Dvoretsky)
σωμασκέω: заниматься телесными упражнениями, развивать тело Xen.: σ. ἑαυτὸν ἰσχάσι ξηραῖς Diog. L. питаться (досл. укреплять свое тело) сушеными фигами; σ. τὸν πόλεμον Plut. готовиться к войне.
Greek Monotonic
σωμασκέω: μέλ. -ήσω, γυμνάζω, εξασκώ το σώμα, γυμνάζομαι στην πάλη, σε Ξεν.· μεταφ., σωμασκέω τὸν πόλεμον, εξασκούμαι στον πόλεμο, δηλ. προπαρασκευάζομαι, προετοιμάζομαι για πόλεμο, σε Πλούτ.
Greek (Liddell-Scott)
σωμασκέω: ἐξασκῶ, γυμνάζω τὸ σῶμα, γυμνάζομαι εἰς τὴν πάλην, κτλ., Ξεν. Κύρ. 1. 6, 17., 3. 1, 20, κλπ.· σ. αὑτὸν Διογ. Λ. 8. 12· - μεταφορ., σ. τὸν πόλεμον, γυμνάζω ἐμαυτὸν εἰς τὸν πόλεμον, παρασκευάζομαι εἰς πόλεμον, Πλουτ. Αἰμίλ. 8.
Middle Liddell
σωμ-ασκέω, fut. -ήσω
to exercise the body, Xen.:— metaph., ς. τὸν πόλεμον to train oneself for war, Plut.