παχνόω
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
A congeal, solidify, Plu.2.396b:—Pass., ib.736a.
b πεπαχνῶσθαι to be covered with rime, Gp.12.17.1.
2 metaph., strike chill, ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ made his blood curdle, Hes. Op.360:—mostly in Pass., ἦτορ παχνοῦται his heart is cold and stiff [with grief], Il.17.112; παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ, A.Ch.83 (lyr.), E.Hipp.803: in later Prose, ἐπαχνώθη J.BJ 1.28.3.
German (Pape)
[Seite 539] bereisen, mit Reif bedecken, überziehen, u. übh. gefrieren, verdichten lassen, u. übertr. vom Schreck od. von anhaltender Trauer, das Herz erstarren machen; Il. 17, 112 heißt es vom Löwen τοῦ δ' ἐν φρεσὶν ἄλκιμον ἦτορ παχνοῦται, das Herz in ber Brust erstarrt, schaudert, wie Hes. O. 358, ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ, er machte das Herz erstarren, λυπεῖν von den Alten erkl. So auch Tragg., κρυφαίοις πένθεσι παχνουμένη Aesch. Ch. 81, λύπῃ παχνωθεῖσα Eur. Hipp. 803, wie Ap. Rh. 4, 1297; Opp. Cyn. 4, 296 u. a. sp. D.; selten in späterer Prosa u. mehr im eigentlichen Sinne, ὁ χαλκὸς μεθίησι τὸν ἰόν, ὃν ἡ πυκνότης συνέχουσα καὶ παχνοῦσα ποιεῖ ἐκφανῆ, Plut. de Pyth. orac. 4.
French (Bailly abrégé)
παχνῶ :
1 épaissir, coaguler, figer, acc.;
2 fig. figer, contracter ; Pass. se figer, se contracter.
Étymologie: πάχνη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παχνόω [πάχνη] act. doen bevriezen; overdr.: τό γ’ ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ het doet zijn hart bevriezen Hes. Op. 360. pass. bevriezen; overdr.: λύπῃ παχνωθεῖσα verstijfd van verdriet Eur. Hipp. 803.
Russian (Dvoretsky)
παχνόω:
1 сгущать, уплотнять (τὸ πνεῦμα Plut.);
2 перен. превращать в камень, леденить (φίλον ἦτορ Hes.): παχνοῦσθαι πένθεσιν Aesch. застыть от горя.
English (Autenrieth)
congeal, only pass. (fig.) παχνοῦται, ‘is chilled with dread,’ Il. 17.112†.
Greek Monotonic
παχνόω: μέλ. -ώσω (πάχνη), καταψύχω, κάνω κάτι στερεό ή συμπαγές· μεταφ., ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ, έκανε το αίμα του να πήξει, να παγώσει, σε Ησίοδ. — Παθ., ἦτορ παχνοῦται, η καρδιά του είναι παγωμένη και σκληρή (από θλίψη), σε Ομήρ. Ιλ.· παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ, σε Αισχύλ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
παχνόω: (πάχνη) παγώνω, συμπήγνυμι, κάμνω τι συμπαγές, Πλούτ. 2. 396Β. 736Α. ― Παθ. πεπαχνῶσθαι Γεωπ. 12. 17. 2) μεταφορ., ὡς τὸ πήγνυμι, παγώνω τι, ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ, ἐπάγωσε τὴν καρδίαν του, ἔκαμε τὸ αἷμα του νὰ παγώσῃ, «παχνοῦν γὰρ τὸ λυποῦν, ἀπὸ μεταφορᾶς τῆς πάχνης, τῆς λυπούσης τὰ λήϊα»(Τζέτζ.), Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 358· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., ἦτορ παχνοῦται, ἡ καρδία του γίνεται ψυχρὰ καὶ σκληρὰ [ἐκ τῆς θλίψεως], Ἰλ. Ρ. 112· παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ Αἰσχύλ. Χο. 83, Εὐρ. Ἱππ. 103 οὕτω Λατ., adstrictum frigore pectus Ovid.· πρβλ. παιδοβόρος. ― Καθ᾿ Ἡσύχ.: «παχνουμένης· ἀνιωμένης», καὶ «παχνοῦται· θυμοῦται. πήσσεται. παρὰ τὴν πάχνην. φρίσσει. λυπεῖται. ἀνιᾶται».
Middle Liddell
παχνόω, fut. -ώσω πάχνη
to congeal, make solid: metaph., ἐπάχνωσεν φίλον ἦτορ he made his blood run cold, made it curdle, Hes.; Pass., ἦτορ παχνοῦται his heart is cold and stiff with grief, Il.; παχνοῦσθαι πένθεσιν, λύπῃ Aesch., Eur.