βρύλλω
English (LSJ)
A cry for drink, of children (cf. βρῦν), Ar.Eq.1126, cf. Sch.
II βρύλλων· ὑποπίνων, Hsch.
Spanish (DGE)
pedir de beber por parte de niños, Ar.Eq.1126, Sch.ad loc., cf. βρῦν.
• Etimología: De origen expresivo e imitativo.
German (Pape)
[Seite 466] Ar. Equ. 1122, Schol. ὑποπίνω, wie kleine Kinder rufen, die zu trinken verlangen, wie
French (Bailly abrégé)
crier comme les petits enfants qui demandent à boire.
Étymologie: DELG βρῦν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βρύλλω [~ βρῦ ?] opzettelijk kinderachtig woordgebruik, gebaseerd op peuterwoordje voor ‘drinken’ ‘dinke’, met acc.: αὐτός τε ἥδομαι βρύλλων τὸ καθ’ ἡμέραν en ik (Demos) vind het fijn om mijn dagelijkse dankje te dinke Aristoph. Eq. 1126.
Russian (Dvoretsky)
βρύλλω: (на детском языке) просить пить Arph.
Greek (Liddell-Scott)
βρύλλω: ὑποπίνω, ἢ μᾶλλον φωνάζω ζητῶν νὰ πίω, ἐπὶ παιδίων (πρβλ. βρῦν), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1123, ἔνθα ἴδε Σχολ.
Greek Monolingual
βρύλλω (Α)
(για νήπιο) φωνάζω ζητώντας να πιω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βρυν + (επίθημα) -λλ-, που οφείλεται σε εκφραστικό σχηματισμό].
Greek Monotonic
βρύλλω: κλαίω για να πιω, λέγεται για παιδιά, σε Αριστοφ.