εὐορκέω
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
A swear truly, take a true oath, opp. ἐπιορκέω, Gorg.Fr. 15 D., Isoc.1.23, Iamb.VP28.144, etc.; keep one's oath when taken, Lexap.And.1.98; τινι to one, Th.5.30; [τὴν ψυχήν] by one's soul, E.Or.1517 (troch.); εὐορκοῦντες κρίνειν X.HG1.7.25.
II Act., keep one's oath by, τινας Sch.A.R.2.259:—Pass., ἡ θεὸς εὐορκεῖτο Call.Aet.3.1.42.
German (Pape)
[Seite 1085] gut, richtig, nicht falsch schwören, τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ', ἣν ἂν εὐορκοῖμ' ἐγώ Eur. Or. 1517; Isocr. 1, 23; Dem. 23, 101. 24, 35 u. A.; den Eid halten, τινί, Thuc. 5, 30; Xen. Hell. 1, 7, 25 u. öfter.
French (Bailly abrégé)
εὐορκῶ :
1 jurer sincèrement, avec loyauté;
2 tenir son serment.
Étymologie: εὔορκος.
Russian (Dvoretsky)
εὐορκέω:
1 искренно клясться Isocr., Dem.: εὐ. τὴν ψυχήν Eur. клясться своей жизнью;
2 соблюдать свою клятву (τινι Thuc.): κατὰ τὸν νόμον εὐορκοῦντες κρινεῖτε Xen. вы будете судить согласно закону и соблюдая (данную вами) клятву.
Greek (Liddell-Scott)
εὐορκέω: ὁρκίζομαι ἀληθῶς, κάμνω ἀληθῆ ὅρκον, ὁρκίζομαι ἐπὶ τῆς ἀληθείας, ἀντίθ. τῷ ἐπιορκέω, μηδένα θεὸν ὀμόσῃς, μηδ’ ἂν εὐορκεῖν μέλλῃς Ἰσοκρ. 7Α· - φυλάττω τὸν ὅρκον μου, Νόμ. παρ’ Ἀνδοκ. 13. 28· τινι Θουκ. 5. 30· τὴν ἐμὴν ψυχὴν κατώμοσ’ ἣν ἂν εὐορκοῖμ’ ἐγώ, διὰ τὴν ὁποίαν ἐγὼ δὲν θὰ ἔκαμνα ψευδῆ ὅρκον, Εὐρ. Ὀρ. 1517· ὑμεῖς δὲ κατὰ τὸν νόμον εὐσεβοῦντες καὶ εὐορκοῦντες, τηροῦντες τοὺς ὅρκους, Ξεν. Ἑλλ. 1. 7, 25.
Greek Monotonic
εὐορκέω: μέλ. -ήσω, μένω πιστός στον όρκο μου, σε Ευρ., Θουκ.