κυβευτής
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
κυβευτοῦ, ὁ, dicer, gambler, S.Fr.947, Eup.11.8 D., X.HG 6.3.16, Men.965, Vett.Val.202.6; οἱ Κυβευταί, name of plays by Antiphanes, etc.
German (Pape)
[Seite 1522] ὁ, der Würfelspieler; Soph. frg. 686; Xen. Hell. 6, 3, 16; Arist. eth. 4, 1 rechnet sie neben λωποδύτης u. λῃστής zu den ἀνελεύθεροι.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
joueur.
Étymologie: κυβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυβευτής -οῦ, ὁ [κυβεύω] dobbelaar.
Russian (Dvoretsky)
κῠβευτής: οῦ ὁ игрок в кости Xen., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κῠβευτής: -οῦ, ὁ, (κυβεύω) ὁ παίζων τοὺς κύβους, ἤτοι τυχηρὰ παιγνίδια, Σοφ. Ἀποσπ. 686, Ξεν. Ἑλλ. 6, 3, 16· ὁ Ἀριστ. κατατάσσει τὸν κυβευτὴν μεταξὺ τῶν ἀνελευθέρων καὶ αἰσχροκερδῶν, ὁ μέντοι κυβευτὴς καὶ ὁ λωποδύτης καὶ ὁ λῃστὴς τῶν ἀνελευθέρων εἰσίν· αἰσχροκερδεῖς γάρ· ― οἱ Κυβευταί, ὄνομα δράματος τοῦ Ἀντιφάνους.
Greek Monolingual
ο, θηλ. κυβεύτρια (Α κυβευτής) κυβεύω
αυτός που παίζει ζάρια («ὁ μὲν τοι κυβευτής, καὶ ὁ λωποδύτης, καὶ ὁ λῃστής τῶν ἀνελευθέρων εἰσί», Αριστοτ.)
νεοελλ.
αυτός που παίζει στο χρηματιστήριο με αθέμιτα μέσα
αρχ.
(στον πληθ. ως κύριο όν.) Κυβευταί
τίτλος δράματος του Αντιφάνους.
Greek Monotonic
κῠβευτής: -οῦ, ὁ (κυβεύω), παίκτης ζαριών, τζογαδόρος, σε Ξεν.
Middle Liddell
κῠβευτής, οῦ, κυβεύω
a dicer, gambler, Xen.
Translations
gambler
Arabic: مُقَامِر; Armenian: խաղամոլ; Azerbaijani: qumarbaz; Belarusian: гулец; Bulgarian: комарджия; Burmese: ကစားသမား; Catalan: jugador; Chinese Mandarin: 賭徒/赌徒; Esperanto: monludisto; Estonian: mängur, hasartmängur; Finnish: uhkapeluri, peluri; French: joueur, parieur; Galician: xogador; Georgian: აზარტული მოთამაშე, მოთამაშე, მობანქოვე; German: Glücksspieler, Glücksspielerin; Greek: τζογαδόρος; Hindi: जुआरी, जुआबाज़, फड़बाज़; Hungarian: szerencsejátékos; Japanese: 博徒, ギャンブラー; Kashubian: hazardnik, hazardzysta; Khmer: អ្នកលេង, ជូតការក៍, ជើងល្បែង; Korean: 노름꾼, 갬블러; Kurdish Northern Kurdish: qimarbaz; Kyrgyz: оюнчу; Lao: ນັກຫລິ້ນ, ນັກເລງ; Latin: aleo, aleator; Macedonian: коцкар; Maori: kaipurei moni, kaipetipeti; Norman: gageux, joueux, joueux d'sous; Pashto: قمارباز; Persian: قمارباز; Polish: hazardzista, hazardzistka; Portuguese: apostador; Romanian: jucător, cartofor; Russian: игрок, картёжник, гэмблер; Sanskrit: कितव; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏цка̄р; Roman: kȍckār; Slovene: hazarder, hazarderka; Spanish: jugador, tahúr; Swedish: spelare, hasardspelare; Tagalog: sugarol; Tajik: қиморбоз; Thai: นักพนัน, ผู้เล่น, เลง; Turkish: kumarbaz, kumarcı; Turkmen: humarbaz; Ukrainian: гравець; Urdu: جواری; Uyghur: قىمارۋاز; Uzbek: qimorboz; Walloon: trimleu