ἐπισίζω
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
hound on, set on, as a dog, Ar.V.704, cf. Hsch. s.v. ἐπιρροίζειν.
German (Pape)
[Seite 977] (σίζω), den Hund anhetzen, Ar. Vesp. 704; ἐπίσιστος, angehetzt, VLL.
French (Bailly abrégé)
exciter ou appeler en sifflant.
Étymologie: ἐπί, σίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπισίζω: натравливать, науськивать Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισίζω: κάμνω κύνα νὰ ὁρμήσῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 704· πρβλ. ἐπίσιστον.
Greek Monolingual
ἐπισίζω και ἐπισίττω (Α)
προτρέπω σκυλί να ορμήσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σίζω «συρίζω»].
Greek Monotonic
ἐπισίζω: κάνω σκύλο να ορμήσει, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
to set on a dog, Ar.