παραπρεσβεύω
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
execute an embassy faithlessly or dishonestly, D.19.191, SIG167.5 (Mylasa, iv B.C.); πρεσβείαν παραπρεσβεύω Aeschin.2.94:—more freq. in Med. παραπρεσβεύομαι, Pl.Lg.941a, Isoc.18.22; εἰς Αἴγυπτον D.24.127.
French (Bailly abrégé)
prévariquer dans une ambassade;
Moy. παραπρεσβεύομαι m. sign.
Étymologie: παρά, πρεσβεύω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-πρεσβεύω zijn plicht bij het gezantschap verzaken.
German (Pape)
eine Gesandtschaft untreu, wider den Befehl od. das Beste des Staates verwalten; Dem. 19.191 vrbdt οἱ προδιδόντες καὶ οἱ παραπρεσβεύοντες καὶ οἱ δωροδοκοῦντες; Aesch.; Folgde, wie Luc. D.D. 20.4. Häufiger im med., Plat. Legg. XII.941a; παρεπρεσβεύσατο εἰς Αἴγυπτον, Dem. 24.127, öfter; vgl. Poll. 8.137.
Russian (Dvoretsky)
παραπρεσβεύω: тж. med. недобросовестно выполнять посольские обязанности Dem., Plat., Aeschin., Isocr.
Greek (Liddell-Scott)
παραπρεσβεύω: ἐκτελῶ τὰ καθήκοντα πρεσβευτοῦ ἀπίστως ἢ ἐναντίον τῶν ὁδηγιῶν τῆς πόλεως, Δημ. 401. 4, Αἰσχίν. 40. 31· ―συνηθέστερον ὡς ἀποθ., παραπρεσβεύομαι, Πλάτ. Νόμ. 941Α, Ἰσοκρ. 375D· εἰς τόπον Δημ. 740. 17.
Greek Monolingual
Α
1. (ενεργ. και μέσ.) κάνω παραπρεσβεία, εκτελώ καθήκοντα πρεσβευτή με τρόπο αντίθετο προς τις διαταγές και τα συμφέροντα της πολιτείας μου
2. μτφ. διαφθείρω, παραποιώ.
Greek Monotonic
παραπρεσβεύω: εκτελώ ανέντιμα τα καθήκοντα πρεσβευτή, σε Δημ., Αισχίν.· ομοίως αποθ. παραπρεσβεύομαι, σε Δημ.
Middle Liddell
to execute an embassy dishonestly, Dem., Aeschin.:—so Dep. παραπρεσβεύομαι, Dem.