ἀσπασμός

From LSJ
Revision as of 13:30, 23 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Lg.''" to "Pl.''Lg.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπασμός Medium diacritics: ἀσπασμός Low diacritics: ασπασμός Capitals: ΑΣΠΑΣΜΟΣ
Transliteration A: aspasmós Transliteration B: aspasmos Transliteration C: aspasmos Beta Code: a)spasmo/s

English (LSJ)

ὁ,
A greeting, embrace, Thgn.860 (pl.); οἱ ἔσχατοι, οἱ τελευταῖοι ἀ., D.H.4.4, Ph.2.45: generally, salutation, Ev.Matt.23.7, Ev.Marc.12.38, POxy. 471.67 (ii A. D.), Gal.10.76, Prisc.p.316 D.
2 affection, opp. μῖσος, Pl.Lg.919e.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 saludo como muestra de amistad o respeto en un encuentro πολλοὺς ἀσπασμοὺς καὶ φιλότητας ἔχω Thgn.860, ἀσπασμοὶ ἐν ταῖς ἀγοραῖς Eu.Matt.23.7, Eu.Marc.12.38, Eu.Luc.11.43, ἕωθεν μὲν ἐν ἀσπασμοῖς διατρίβουσιν Gal.10.76, διὰ τῆς προπόσεως ἀ. Ath.13f, ὁ δὲ τῷ ἀσπασμῷ τιμηθείς Prisc.13.1.43
crist. ósculo de la paz ὁ θειότατος ἀ. Dion.Ar.EH M.3.437A
esp. en cont. de despedida saludo, adiós ὁ ἀ. τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου 1Ep.Cor.16.21, ἡμῶν τὸν ἀσπασμόν POxy.471.67 (II d.C.) ἀποθνῄσκοντι τελευταίων ἀσπασμῶν ἐκοινώνησα Ph.2.45, cf. D.H.4.4
beso de despedida al cadáver μετὰ ... τὸν ἀσπασμὸν ἐπιχέει τῷ κεκοιμημένῳ τὸ ἔλαιον ὁ ἱεράρχης Dion.Ar.EH M.3.565A.
2 cariño, afecto, apego ἵνα ... ἡγεμόνες ἠθῶν χρηστῶν ἀσπασμοῦ προσήκοντος γίγνωνται Pl.Lg.670e, τῷ ἐκείνων μίσει τε καὶ ἀσπασμῷ Pl.Lg.919e, εὔνοια· ἀνθρώπου πρὸς ἄνθρωπον ἀ. Pl.Def.413b, οὐδὲ ... κυνῶν ἀ. οὐδ' ἵππων Plu.2.821a.

German (Pape)

[Seite 373] ὁ, Begrüßung, Umarmung, Theogn. 840; N.T.; Liebe, Gegensatz μῖσος Plat. Legg. XI, 919 e.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
affection, tendresse;
NT: salutation.
Étymologie: ἀσπάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπασμός:
1 любовь, привязанность Plat., Plut.;
2 NT = ἄσπασμα 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, ἐναγκαλισμός, φίλημα, Θέογν. 858· ἐν γένει χαιρετισμός, Εὐ. κ. Ματθ. κγ΄, 7, κ. Μάρκ. ιβ΄, 38. 2) ἀγάπη, στοργή, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ μῖσος, Πλάτ. Νόμ. 919Ε.

English (Strong)

from ἀσπάζομαι; a greeting (in person or by letter): greeting, salutation.

English (Thayer)

ἀσπασμοῦ, ὁ (ἀσπάζομαι), a salutationeither oral: Theognis down.)

Greek Monolingual

ο (AM ἀσπασμός) ασπάζομαι
1. το φίλημα
2. ο χαιρετισμός
μσν.- νεοελλ.
1. ο ύστατος χαιρετισμός, ο «τελευταίος ασπασμός» προς νεκρό
2. ο εναγκαλισμός των συλλειτουργούντων κληρικών κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας
νεοελλ.
1. το φίλημα, η προσκύνηση εικόνων ή άγιων λειψάνων
2. ερωτικός εναγκαλισμός
3. πληθ. χαιρετίσματα, φιλικές προσρήσεις («πρόσφερε τους ασπασμούς μου»...)
αρχ.
η στοργή, η αγάπη.

Greek Monotonic

ἀσπασμός: ὁ, χαιρετισμός, εναγκαλισμός, φίλημα, σε Θέογν., Κ.Δ.

Middle Liddell

ἀσπάζομαι
a greeting, embrace, salutation, Theogn., NTest.

Chinese

原文音譯:¢spasmÒj 阿士爬士摩士
詞類次數:名詞(10)
原文字根:同時的-拉
字義溯源:問候,致敬,問安;源自(ἀπασπάζομαι / ἀσπάζομαι)=擁抱);由(α / ἄλφα)= (ἅμα)*=同時)與(σπάω)*=抽出,拉緊)組成。 (ἀπασπάζομαι / ἀσπάζομαι)是動詞, (ἀσπασμός)是名詞,兩個編號意義相同
出現次數:總共(10);太(1);可(1);路(5);林前(1);西(1);帖後(1)
譯字彙編
1) 問安(10) 太23:7; 可12:38; 路1:29; 路1:41; 路1:44; 路11:43; 路20:46; 林前16:21; 西4:18; 帖後3:17