αὐτοχειρία
Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut
English (LSJ)
ἡ,
A murder perpetrated by one's own hand, suicide, Pl.Lg.872b; δι' αὐτοχειρίας Nic.Dam.p.46D.
II mostly in dat. αὐτοχειρίᾳ, lon. αὐτοχειρίῃ, used adverbially, = αὐτοχειρί, mostly of slaughter, αὐτοχειρίᾳ κτείνειν Hdt.1.140; ἀπολέσαι Id.3.74, cf. 66: generally, αὐτοχειρίᾳ διελεῖν Id.1.123; αὐτοχειρίᾳ διασπείρειν Id.3.13, cf. Ar.Fr.33 D.; λαβεῖν D.25.57; καὶ αὐτοχειρίῃ καὶ κελεύων καὶ ψήφῳ [κτείνειν] Democr. 260.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. αὐτοχειρίη Democr.B 260, Hdt.1.140; -χερίη Hell.9.78 (Misia VI a.C.)
1 muerte llevada a cabo por propia mano τὰ αὐτὰ δὲ ἔστω ταῦτα ... τῆς τε αὐτοχειρίας πέρι καὶ ἐπιβουλεύσεως Pl.Lg.872b, δι' αὐτοχειρίας Nic.Dam.61.2
•suicidio I.BI 3.369.
2 autoría Hsch.
3 dat. como adv. αὐτοχειρίᾳ = con la propia mano en cont. de muerte κτείνων τις ἀθῷος ἂν εἴῃ καὶ αὐτοχειρίῃ καὶ κελεύων καὶ ψήφῳ Democr.l.c., οἱ δὲ δὴ μάγοι αὐτοχειρίῃ πάντα πλὴν κυνὸς καὶ ἀνθρώπου κτείνουσι Hdt.l.c., cf. 3.67, 74, D.59.10, op. βουλῇ X.HG 6.4.35, τὸν βίον αὐτοχειρίᾳ κατέστρεψαν D.S.15.54
•gener. τὸν νεὼν ἐξεποίησεν αὐτοχειρίῃ Hell.l.c., αὐτοχειρίῃ μιν (una liebre) διελεῖν Hdt.1.123, cf. 3.13, τὰ γράμματα ἅ μοι αὐτοχειρίᾳ ἐπέστειλε D.C.51.12.3, cf. 25.57, σὴν ἐπιστολὴν ὡς αὐτοχειρίᾳ μάλιστα γεγραμμένην Aristaenet.2.13.11, cf. Eun.VS 502, αὐτοχειρίᾳ γεωργεῖν D.C.23.2, cf. Fauorin.de Ex.21.44.
German (Pape)
[Seite 404] ἡ, eigenhändige Tat, bes. Mord, Plat. Legg. IX, 872 b. Bei Xen. Hell. 6, 4, 35 der βουλή entgeggstzt. – Adv. αὐτοχειρίᾳ = αὐτοχειρί, διασπείρειν Her. 3, 13; κτείνειν 1, 140; io Dem. 59, 10. 25, 57; Phryn. B. A. 7 ἐπιῤῥηματικῶς, ταῖς αὐτοῦ χερσίν.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
meurtre accompli de la propre main (de qqn) ; αὐτοχειρίῃ (ion.) κτείνειν HDT tuer de sa main ; en gén. action accomplie par la main de qqn.
Étymologie: αὐτόχειρ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοχειρία: ἡ
1 собственноручное действие: αὐτοχειρίᾳ Her., Dem. собственноручно, лично;
2 лично совершенное убийство Xen., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοχειρία: ἡ, φόνος τελεσθεὶς ὑπό τινος ἴδίᾳ χειρί, Πλάτ. Νόμ. 872Β. ΙΙ. ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ κατὰ δοτ. αὐτοχειρίᾳ, Ἰων. -ίῃ, ἐπιρρηματικῶς = αὐτοχειρί, τὸ πλεῖστον ἐπὶ φόνου, σφαγῆς, αὐτ. κτείνειν Ἡρόδ. 1. 140· ἀπολέσαι ὁ αὐτ. 3. 74, πρβλ. 66· ἐν γένει, ποιεῖν τι ἰδίᾳ χειρί, αὐτ. διελέειν ὁ αὐτ. 1. 123· διασπείρειν ὁ αὐτ. 3. 13· λαβεῖν Δημ. 787. 26.
Greek Monolingual
η (AM αὐτοχειρία) αυτόχειρ
αυτοκτονία
αρχ.
1. φόνος που εκτελείται από τα ίδια τα χέρια κάποιου
2. το να εκτελεί κανείς κάτι με τα ίδια του τα χέρια
3. (η δοτ. ως επίρρ.) αὐτοχειρίᾳ
αυτοχειρί.
Greek Monotonic
αὐτοχειρία: ἡ, φόνος που διαπράχθηκε από το ίδιο το χέρι κάποιου, αὐτοχειρία κτείνειν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
[From αὐτόχειρ
murder perpetrated by one's own hand, Plat.: dat. αὐτοχειρίαι, ionic -ίηι, with one's own hand, αὐτ. κτείνειν Hdt., etc.