νίκημα
Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)
English (LSJ)
-ατος, τό, Dor. νίκαμα IPE12.352.26 (Chersonesus), BCH27.219 (Crete):—prize of victory, victory, Delph.3(1).483, Plb.1.87.10, 16.14.5, D.S.4.33, D.H.3.27, Plu.Lyc.22.
German (Pape)
[Seite 256] τό, das Ersiegte, der Sieg, häufig bei Sp., wie Pol. 1, 87, 10 u. öfter; Plut. Lyc. 22; D. Sic. 4, 33.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
victoire remportée, prix de la victoire.
Étymologie: νικάω.
Russian (Dvoretsky)
νίκημα: ατος (ῑ) τό
1 одержанная победа Plut.;
2 награда за победу Polyb., Diod.
Greek (Liddell-Scott)
νίκημα: [ῑ], τό, (νικάω) τὸ βραβεῖον τῆς νίκης, νίκη, Πολύβ. 1. 87, 10., 16. 14, 5, Διόδ., κτλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νίκημα, Α δωρ. τ. νίκαμα) νικώ
η νίκη
αρχ.
το βραβείο της νίκης.
Greek Monotonic
νίκημα: [ῑ], -ατος, τό (νικάω), βραβείο νίκης, νίκη, σε Πολύβ.