συνεκχέω
English (LSJ)
pour out together, [ἰὸν] τῷ γλεύκεϊ Aret.SD2.13; πνεῦμα κωκυτῷ AP 7.608 (Eutolm.):—Pass., stream out together, D.S.3.29: metaph. of men, Plb.9.9.7, 11.14.7; τὸ μείλιχον -εχεῖτο Eun.VS p.465
German (Pape)
[Seite 1014] (s. χέω), mit od. zugleich ausgießen, ausschütten, u. pass. mit, zugleich herausströmen; auch von hervordringenden Menschenmassen, τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες, Pol. 9, 9, 7; auch τοῖς ἑαυτοῦ μισθοφόροις συνεκχυθείς, 11, 14, 7.
French (Bailly abrégé)
1 épancher ou rejeter avec, τινι ; exhaler;
2 répandre en foule au dehors ; Pass. se répandre en foule au dehors.
Étymologie: σύν, ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
συνεκχέω: одновременно изливать, испускать вместе (πνεῦμα κωκυτῷ μεγάλῳ Anth.): συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν Polyb. нахлынув (массами, лакедемоняне) отстояли Спарту.
Greek (Liddell-Scott)
συνεκχέω: ἐκχέω ὁμοῦ, ἰὸν τῷ γάλακτι Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13· υἱέος ὠκυμόρου θάνατον πενθοῦσα Μενίππη κωκυτῷ μεγάλῳ πνεῦμα σενεξέχεεν Ἀνθ. Π. 7. 608. ― Παθ., χύνομαι ὁμοῦ ἔξω, μεταφορ., ἐπὶ ἀνδρῶν ἐξορμῶ, Λακεδαιμόνιοι τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν Πολύβ. 9. 9, 7, πρβλ. 11. 14, 7.
Greek Monolingual
ΜΑ
μέσ. συνεκχέομαι
χύνομαι έξω μαζί
αρχ.
1. εκβάλλω συγχρόνως («συνεκχεῖν ἰὸν τῷ γάλακτι», Αρετ.)
2. μτφ. α) εξαφανίζομαι βαθμηδόν
β) εξορμώ μαζί με άλλον («Λακεδαιμόνιοι τῇ πρώτῃ εἰσαγγελίᾳ συνεκχυθέντες τὴν Σπάρτην ἔσωσαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐκχέω «εκχύνω»].
Greek Monotonic
συνεκχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω έξω, αφήνω κάτι να ρέει μαζί, σε Ανθ.