εκχύνω
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Greek Monolingual
και εκχέω (AM ἐκχέω)
1. χύνω προς τα έξω, χύνω
(«τὸ μητρὸς αἷμα ὅμαιμον ἐκχέας»)
2. μέσ. εκχύνομαι
α) (για ποταμούς) εκβάλλω, ξεχύνομαι
β) εκρέω, αναβλύζω
γ) μτφ. δίνω διέξοδο στα συναισθήματά μου, παραφέρομαι, ξεσπώ, ξεχύνομαι
αρχ.
1. δίνω, εκτείνω, στέλνω κάτι άφθονα
2. διασπείρω
3. εκκενώνομαι, διοχετεύομαι
4. (για σκεύος) χύνω μακριά, αδειάζω
5. (για λέξεις) ξεστομίζω, προφέρω, λέγω
6. σπαταλώ, καταναλώνω
7. καταστρέφω, ματαιώνω
8. εξαπλώνω, απλώνω, εκτείνω
9. παθ. (για ανθρώπους) αναπαύομαι νωχελικά
10. ρίπτω, καταρρίπτω
11. απορρίπτομαι, λησμονιέμαι, ξεχνιέμαι
12. (για όρκους) παραβαίνω
13. μέσ. παραδίδομαι σε ένα πάθος, αισθάνομαι ευχαρίστηση
14. (για ύπνο) απομακρύνω, αποτινάσσω («ἐκχέω ὕπνον»).