παρέγχυμα

From LSJ
Revision as of 07:40, 10 April 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Theil" to "Teil")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰρέγχῠμᾰ Medium diacritics: παρέγχυμα Low diacritics: παρέγχυμα Capitals: ΠΑΡΕΓΧΥΜΑ
Transliteration A: parénchyma Transliteration B: parenchyma Transliteration C: paregchyma Beta Code: pare/gxuma

English (LSJ)

-ατος, τό, parenchyma, anything poured in beside, name given by Erasistratus to the peculiar substance of the lungs, liver, kidneys, and spleen, as if formed separately by the veins that run into them, the word σάρξ being used of the muscular flesh, Gal.14.697, Alex.Aphr.Pr.2.72.

German (Pape)

[Seite 510] τό, das Nebenhineingegossene, Sp.; Erasistratos nannte so die eigenthümliche Substanz der Lunge, Leber, Nieren und Milz, gleichsam ein Füllsel, das sich aus dem Blute der sich in diese Teile ergießenden Adern gebildet habe, im Gegensatz des Fleisches, der Muskel, σάρξ.

Greek (Liddell-Scott)

παρέγχῠμα: τό, τὸ πλησίον ἐγκεχυμένον· οὕτως ἐκάλεσεν ὁ Ἐρασίστρατος τὴν ἰδιαιτέραν ὕλην ἐξ ἧς οἱ πνεύμονες, τὸ ἧπαρ, οἱ νεφροὶ καὶ ὁ σπλήν, ἅτινα εἶναι ἐσχηματισμένα οἱονεὶ ἐκ τῶν φλεβῶν, διότι τὸ αἷμα τῶν φλεβῶν ἐκχεόμενον εἰς αὐτὰ περιπήγνυται καὶ ἀποτελεῖ ταύτην τὴν ὕλην, σάρκα δὲ ὀνομάζει μόνην τὴν ἐν τοῖς μυσὶ τοῦ σώματος, Ἀλεξ. Ἀφρ. Προβλ. 2. 72, Γαλην. τ. 12, σ. 311 Kühn.

Greek Monolingual

τὸ, ΝΜΑ παρεγχέω
1. ανατ. ο σπογγώδης ιστός από τον οποίο αποτελούνται τα συμπαγή σπλάγχνα του σώματος, το ήπαρ, η σπλήνα, οι πνεύμονες, οι νεφροί
2. βοτ. μόνιμος απλός φυτικός ιστός
3. ζωολ. συνδετικός ιστός μεσοδερμικής προέλευσης στις μεσοσπλαγχνικές κοιλότητες τών τριπλοβλαστικών ακοιλωματικών ζώων
αρχ.
καθετί που χύνεται επιπρόσθετα μέσα σε κάτι άλλο.