πέραθεν
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
Adv., (πέρα) from beyond, from the far side, E.Heracl.82 (lyr.), X.HG3.2.2: Ion. πέρηθε Hdt.6.33; πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω Luc.Syr.D.13.
German (Pape)
[Seite 562] adv., von jenseits her, von drüben her; Eur. Heracl. 83; Xen. Hell. 3, 2, 2; s. πέρηθεν.
French (Bailly abrégé)
adv.
du côté opposé, d'au delà.
Étymologie: πέρα, -θεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πέρᾱθεν, Ion. πέρηθε(ν) [πέρα] adv., van de overkant; met gen.. πέρηθεν τοῦ Εὐφρήτεω van de overkant van de Eufraat Luc. 44.13.
Greek Monolingual
και ιων. τ. πέρηθε(ν), Α
(τοπ. επίρρ.) από το απέναντι μέρος, απ' αντικρύ («τσι περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ωρίζα», Ερωτόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέρα + επιρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. άνωθεν)].
Greek Monotonic
πέρᾱθεν: Ιων. -ηθεν, επίρρ. (πέρα), από πέρα, από το μέρος που είναι πιο πέρα ή πιο απομακρυσμένο, σε Ηρόδ., Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
πέρᾱθεν: Ἰων. πέρηθεν. Ἐπίρρ., (πέρα) ἐκ τοῦ πέραν, ἐκ τοῦ περαιτέρω μέρους, Ἡρόδ. 6. 33, Εὐρ. Ἡρακλ. 82, Ξεν. Ἑλλ. 3. 2, 2.