ἐπινομή
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
ἡ, (ἐπινέμομαι)
A a grazing over the boundaries: metaph., ἐπινομὴ πυρός = the spread of fire, Plu.Alex.35; of poison, Ael.NA12.32.
2. right of pasturage, Schwyzer 197.33 (Itanos, iii B.C.).
3. grazing after mowing, POxy.730.11 (ii A.D.), al.
II. pl., final turns of a bandage, Heliod. ap. Orib.48.51.2 (pl.), Gal.18(2).563.
German (Pape)
[Seite 966] ἡ, das um sich Greifen, sich Verbreiten, vom Feuer, Plut. Alex. 35; τοῦ ἰοῦ Ael. V. H. 12, 32. Vgl. ἐπινέμω.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action de consumer de proche en proche.
Étymologie: ἐπινέμω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπινομή: ἡ захват новых пространств, распространение (sc. τοῦ πυρός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπινομή: ἡ, (ἐπινέμομαι) ἐπὶ τοῦ πυρός, διάδοσις, ἐξάπλωσις αὐτοῦ, Πλουτ. Ἀλεξ. 35· ἐπὶ δηλητηρίου, τὴν τοῦ ἰοῦ κατὰ τοῦ σώματος ἐπινομὴν Αἰλ. π. Ζ. 12. 32. ΙΙ. ἐπίθεσις ἐπιδέσμου, Γαλην. τ. 18, μέρος 1, σ. 791, 11, 792. 1, κτλ. 2) διαταγή, παραγγελία, ἐπινομὴν ἐδώκασιν ὅπως, ἐὰν κοιμηθῶσιν, διαδέξωνται ἕτεροι δεδοκιμασμένοι ἄνδρες τὴν λειτουργίαν Κλήμ. Ρώμ. 1. 44.
Greek Monolingual
ἐπινομή, ἡ (Α) νομή
1. διάδοση, εξάπλωση, ιδίως μτφ. για τη φωτιά («οὐκ ἂν ἔφθασεν ἡ βοήθεια τὴν ἐπινομήν», Πλούτ.)
2. απαίτηση βοσκής
3. διαταγή, παραγγελία
4. στον πληθ. ἐπινομαί
επίθεση επιδέσμου.
Greek Monotonic
ἐπινομή: ἡ (ἐπινέμομαι), βόσκηση πέρα από τα όρια, σύνορα· μεταφ., ἐπ. πυρός, εξάπλωση, διάδοση της φωτιάς, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπινομή, ἡ, [ἐπινέμομαι]
a grazing over the boundaries: — metaph., ἐπ. πυρός the spreading of fire, Plut.