συγκυκάω
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
throw into a ferment, confound utterly, τὴν Ἑλλάδα Ar. Ach.531; mix confusedly, ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς τρύβλιον Id.Pl.1108; τοιαῦτα σ. make such confusion, Pl.Lg.669d; make a κυκεών, Hp.Int.12:—Pass., to be thrown into confusion, Sabin. ap. Orib.9.20.6.
German (Pape)
[Seite 970] zusammenrühren, unter einander mengen; Ar. Ach. 505; τὰ τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, Plat. Legg. II, 669 d.
French (Bailly abrégé)
συγκυκῶ :
mêler, bouleverser.
Étymologie: σύν, κυκάω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγ-κυκάω door elkaar mengen. overdr. helemaal in beroering brengen:. τὴν Ἑλλάδα Griekenland Aristoph. Ach. 531.
Russian (Dvoretsky)
συγκῠκάω:
1 месить, мять: ἐς ταὐτὸν τρύβλιον σ. τινας Arph. размять в одной и той же посуде кого-л., т. е. превратить в бесформенную массу, раздавить;
2 приводить в смятение, потрясать (τὴν Ἑλλάδα Arph.);
3 смешивать (τὰ τοιαῦτα ἀλόγως Plat.).
Greek Monotonic
συγκῠκάω: μέλ. -ήσω, προκαλώ πλήρη σύγχυση, συνταράζω, ανακινώ, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠκάω: ἐμβάλλω εἰς σύγχυσιν, συνταράσσω, τὴν Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Ἀχ. 531· ἀναμιγνύω καὶ συγχέω, ὁ Ζεύς... βούλεται ἐς ταὐτὸν ὑμᾶς συγκυκήσας τρύβλιον... ἐν βάραθρον ἐμβαλεῖν ὁ αὐτ. ἐν Π. 1107· τοιαῦτα ἐμπλέκοντες καὶ συγκυκῶντες, φέροντες σύγχυσιν, Πλάτ. Νόμ. 669D.