ἀντανακλάω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A reflect, φῶς v.l. in Plu.2.696a:—Pass., ἀντανακλᾶται ἀκτίς S.E.M.5.82; ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι reflected one in another, Ach.Tat.1.9.
2 of sound, in Pass., to be reflected or echoed, LXX Wi.17.19, Placit.4.20.2.
3 bend back, τὸν ἀγκῶνα Heliod. ap. Orib.49.13.8.
4 Gramm., in Pass., to be reflexive, of pronouns, A.D.Synt.175.12, cf.Pron.28.3, al.
5 cause to revert, in writing, εἴς τι πάλιν ἀ. τὸ πέρας CPHerm.18.11.
Spanish (DGE)
I en v. med.
1 reflejarse ἀντανακλωμένης ἡλιακῆς ἀκτῖνος S.E.M.5.82, ἀκτίς Euc.Opt.19, ὀφθαλμοὶ γὰρ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι los ojos reflejándose unos en otros Ach.Tat.1.9.4, cf. Hsch.
2 del sonido reflejarse, ser devuelto ἠχώ LXX Sap.17.18, ἡ φωνή Chrysipp.Stoic.2.128, cf. Hsch.
3 gram. ser reflexivo de pron., A.D.Synt.175.12, Pron.28.3, de verb., Sch.D.T.266.5.
II en v. act.
1 curvar τὸν ἀγκῶνα Heliod. en Orib.49.14.8.
2 fig. volver a hacer referencia εἰς αὐτὸ πάλιν τὸ κρεῖττον ἀντανακλάσομεν Corp.Herm.18.11.
German (Pape)
[Seite 243] (s. κλάω), zurückbrechen. – Med., zurückprallen, vom Schalle; bei Gramm. sich zurückbeziehen.
French (Bailly abrégé)
ἀντανακλῶ :
réfléchir, répercuter (la lumière).
Étymologie: ἀντί, ἀνακλάω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντανακλάω: ὡς καὶ νῦν, ἀντανακλῶ, φῶς Πλούτ. 2. 696Α: - Παθ., αὐτόθι 903Α· ἀντανακλᾶται ἀκτὶς Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 82· ὀφθαλμοὶ ἀλλήλοις ἀντανακλώμενοι Ἀχιλ. Τάπ. 1. 9. 2) ἐπὶ ἤχου, ἀντανακλῶμαι, άντηχῶ, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ιζ΄ 19). 3) παρὰ Γραμμ., σχῆμα ἀντανακλώμενον, ὡς: σῴζω ἐμαυτόν, «ἀντανακλώμενον ἐκλήθη ἀπὸ τῆς μεταφορᾶς τῶν εἰς αὐτὰ ἀντανακλωμένων σωμάτων, καθ’ ὃ ἀναφέρεταί τι εἰς ἑαυτό», Ἀπολλ. περὶ Συντάξ. σ. 175, πρβλ. προηγ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντανακλάω: преломлять, отражать (φῶς Plut.; ἡ ἐφ᾽ ὕδατος ἀντανακλωμένη ἀκτίς Sext.): σχῆμα ἀντανακλώμενον грам. возвратная форма.