ὑπεραγαπάω
ὥστε ὁ βίος, ὢν καὶ νῦν χαλεπός, εἰς τὸν χρόνον ἐκεῖνον ἀβίωτος γίγνοιτ' ἂν τὸ παράπαν → and so life, which is hard enough now, would then become absolutely unendurable
English (LSJ)
love exceedingly, make much of, c. acc., D.23.196, Arist.EN1168a1; τινά τινος for a thing, J.AJ12.4.6.
German (Pape)
[Seite 1189] übermäßig lieben, Dem. 13, 21 u. Sp., wie Luc. Tox. 25.
French (Bailly abrégé)
ὑπεραγαπῶ :
chérir extrêmement ou à l'excès, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἀγαπάω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερᾰγᾰπάω: чрезвычайно любить (τι Dem., Arst.): ὑ. τι πάντων Plut. любить что-л. больше всего.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερᾰγᾰπάω: ἀγαπῶ εἰς ὑπερβολήν, ὑπερβαλλόντως, μετ’ αἰτ., Δημ. 686. 9, πρβλ. 172. 18, Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 9. 7, 3· τινά τινος, διά τι πρᾶγμα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 12. 4, 6.
Greek Monotonic
ὑπερᾰγᾰπάω: αγαπάω υπερβολικά, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό, σε Δημ.
Middle Liddell
to love exceedingly, make much of, Dem.