ἐράω
οὕτως καὶ ἡ πίστις, ἐὰν μὴ ἔχῃ ἔργα, νεκρά ἐστιν καθ' ἑαυτήν → so even the Faith, if it does not have deeds, and is on its own, is dead | the Faith without works is dead
English (LSJ)
(A), used in Act. only in pres. and impf. (which in Poetry are ἔραμαι, ἠράμην), Ion. ἐρέω Archil.25.3 : impf.
A ἤρων Hdt.9.108, E.Fr. 161, Ar.Ach.146:—Pass., ἀντ-ερᾶται X.Smp.8.3 ; opt. ἐρῷο Id.Hier.11.11 ; inf. ἐρᾶσθαι Plu.Brut.29, etc.; part. ἐρώμενος (v. infr.):— also ἐράομαι, 3sg.ἐρᾶται Plu.2.753b, Philostr.Gym.48 (ἐράασθε v. sub ἔραμαι): all other tenses will be found under ἔραμαι:—love, c. gen. pers., prop. of the sexual passion, to be in love with (οὐκ ἐρᾷ ἀδελφὸς ἀδελφῆς..οὐδὲ πατὴρ θυγατρός X.Cyr.5.1.10), ἤρα τῆς..γυναικός Hdt. 9.108, etc.: c. acc. cogn., ἐρᾶν ἔρωτα E.Hipp.32, Pl.Smp.181b : abs., ἐρῶν a lover, v.l. in Pi.O.1.80 (pl.), S.Fr.149.8 (pl.); opp. ἡ ἐρωμένη the beloved one, Hdt.3.31, S.E.P.3.196 ; [ὁ] ἐρώμενος X.Smp.8.36, Pl.Phdr.239a, cf. Ar.Eq.737 (pl.); τὸν ἐρώμενον αὐτοῦ, Lat. delicias ejus, Arist.Pol.1303b23. 2 without sexual reference, love warmly, opp. φιλέω, οὐδ' ἤρα οὐδ' ἐφίλει Pl.Ly.222a:—and in Pass., ὥστε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν ἀλλὰ καὶ ἐρῷο X.Hier.11.11, cf. Plu.Brut.29 ; κινεῖ [τὸ οὗ ἕνεκα] ὡς ἐρώμενον Arist.Metaph.1072b3. II c. gen. rei, love or desire passionately, τυραννίδος Archil.25.3 ; τερπνότατον τοῦ τις ἐρᾷ τὸ τυχεῖν Thgn.256 ; μάχης ἐρῶν A.Th.392 ; μόνος θεῶν γὰρ Θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Id.Fr.161 ; ἀμηχάνων ἐρᾷς S.Ant.90 ; πατρίδος ἐρᾶν E. Ph.359 ; οὗ ἐπιθυμεῖ τε καὶ ἐρᾷ Pl.Smp.200a : and c. inf., desire to do, A.Fr.44.1 ; θανεῖν ἐρᾷ S.Ant.220 ; ἀποθανεῖν ἐρῶντες Hp.de Arte 7 ; φαγεῖν Ar.Ach.146 ; πληροῦσθαι Pl.Phlb.35a.
ἐράω (B),
A pour forth, vomit, ἐρᾶσαι· κενῶσαι, Hsch.: usu. in compds., ἀπὸ σφαγὴν ἐρῶν A.Ag.1599, cf. ἀπ-, ἐξ-, κατ-, κατεξ-, μετ-, συν-εράω.
German (Pape)
[Seite 1018] ausgießen, auswerfen, nur in compp. ἀπεράω, ἐξεράω u. ä., d. m. s.) praes. u. impf. = ἔραμαι, wo der aor. u. das fut. angegeben sind, lieben, liebhaben, begehren, meist von leidenschaftlicher, sinnlicher Geschlechtsliebe, ἄνδρες ἐρῶντες Pind. Ol. 1, 80, der sonst, wie Hom., nur ἔραμαι hat, was zu vgl.; τῶν δὲ καλῶν οὔτι σὺ μοῦνος ἐρᾷς Theogn. 696; ἔρα τῆς γυναικός Her. 9, 108; ἐάν τίς του τύχῃ ἐρῶν ἢ ἄῤῥενος ἢ θηλείας Plat. Rep. V, 468 c; καὶ ἐπιθυμεῖν Conv. 200 a; ὁ ἐρώμενος, der Geliebte, Phaedr. 239 a u. öfter, Xen. u. Folgde, wie ἡ ἐρωμένη, die Geliebte. – Es ist stärker als φιλέω, wie Xen. sagt ὥςτε οὐ μόνον φιλοῖο ἂν, ἀλλὰ καὶ ἐρῷο ὑπ' ἀνθρώπων, Hier. 11, 11; vgl. Plut. Brut. 29 Βροῦτον δι' ἀρετὴν φιλεῖσθαι μὲν ὑπὸ τῶν πολλῶν, ἐρᾶσθαι δὲ ὑπὸ τῶν φίλων; Apollon. de constr. p. 292, 1 sagt συνετοῦ μέν ἐστι καὶ ἀγαθοῦ τὸ φιλεῖν, καθάπερ καὶ πατέρες παῖδας φιλοῦσιν, οὐ μὴν συνετοῦ τὸ ἐρᾶν (vgl. amare), vgl. Xen. Cyr. 5, 1, 10; – Plat. vrbdí οὐδὲ ἤρα οὐδὲ ἐφίλει Lys. 222 a; ἐρᾶν ἔρωτα Eur. Hipp. 31, vgl. 337; οὗτός ἐστιν ὁ Ἄρως, ὃν οἱ φαῦλοι τῶν ἀνθρώπων ἐρῶσιν Plat. Conv. 181 b; Luc. Scyth. u. a. Sp.; τοσοῦτον ἔρωτα ἐρῶσιν ὠχροῦ καὶ βαρέος κτήματος Luc. Char. 11; – lieben in weiterer Bedeutung, Luft u. Gefallen an Etwas haben, begehren, θάνατος οὐ δώρων ἐρᾷ Aesch. frg. 147; μάχης Spt. 374; ἀμηχάνων, nach Unmöglichem trachtest du, Soph. Ant. 90; c. int., ὅς θανεῖν ἐρᾷ 220; τῆς σῆς οὐκ ἐρῶ τιμῆς τυχεῖν El. 356; ταλαιπώρων πραγμάτων Ar. Av. 135; κενούμενος ἐρᾷ πληροῦσθαι Plat. Phil. 34 a; μαθήματος Rep. VI, 485 b; φρονήσεως Phaed. 68 a; ἐρῶντες ἀνασώσασθαι τὴν πατρῴαν δόξαν Xen. Hell. 7, 5, 16. – Das med. ἐράομαι, = ἔραμαι, findet sich Sapph. frg. 59; ἐρᾶται Theocr. 2, 149; so auch ἐράασθε für ἐρᾶσθε Il. 16, 208 zu erkl.