λαβή
τὸ βέλτερον κακοῦ καὶ τὸ δίμοιρον αἰνῶ, καὶ δίκᾳ δίκας ἕπεσθαι, ξὺν εὐχαῖς ἐμαῖς, λυτηρίοις μηχαναῖς θεοῦ πάρα → I approve the better kind of evil, the two-thirds kind, and that, in accordance with my prayers, through contrivances bringing salvation at the god’s hand
English (LSJ)
ἡ, (λαβεῖν)
A handle, haft, λάβαν τὼ ξίφεος Alc.33.2, cf. D.27.20, etc.; λαβαὶ ἀμφίστομοι, of a cup, S.OC473, cf.Ar.Pax1258. II as a pugilistic term, grip, hold, βελτίων οὐκ ἔστιν ἐν μάχαις λ. πώγωνος Alexander Magnusap.Plu.2.18ob, cf. Plu.Thes.5; ὥσπερ ἀθλητὴς λ. ζητεῖν Id.Fab.5: metaph., τὰς λ. τοῦ φαρμάκου Gal.11.426. III metaph., handle, occasion, μὴ μεθῇς τὸν ἄνδρ', ἐπειδή σοι λ. δέδωκεν Ar.Eq.841; λ. γὰρ ἐνδέδωκας ib.847, cf. Lys.671, D. Prooem.2; ὡς ἅπαξ παρέδωκεν λ. Ar.Nu.551; ὥσπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λ. πάρεχε Pl.R.544b; ὁ λόγος ἡμῖν οἷον λ. ἀποδίδωσιν Id.Lg. 682e; λ. παραδιδόναι εἰς ἔλεγχον Plu.Cic.20; εἰλημμένος ἣν προσήκει λ. ὑπὸ φιλοσοφίας Id.2.78b; εἰλήμμεθα λαβὴν ἄφυκτον Nicoch. 3 D.: so in pl., τὰς ὁμοίας . . λ. λαβεῖν A.Ch.498; εἰς τὰς ὁμοίας λ. ἐλήλυθας Pl.Phdr.236b; τὰ μαθήματα φαίη τις ἂν λαβὰς εἶναι φιλοσοφίας Xenocr. ap. Plu.2.452d, cf. D.L.4.10; ἐν λαβαῖς εἶναι or γενέσθαι to be at grips, of wrestlers, Plu.Eum.7, 2.979a; εἰς λαβὰς ἥκειν Id.Luc.3; of an orator, ἀφύκτους [δεῖ εἶναι] τὰς λ. D.H.Dem.18, cf. 20; λαβὰς ἀντιλογίας διδόναι opportunities for refutation, Id.Rh.8.15; also in friendly sense, φιλικαὶ λ. Plu.2.660b. IV attack of fever, Hp. ap. Gal.19.116. V taking, accepting, ἐν ἀργύρου λαβῇ A.Supp.935; catching, of a ball, Gal.Parv.Pil.3. VI turn, of a bandage, Id.10.432. VII Anat., in pl., insertions, attachments of muscles, Id.18(2).1006. VIII eye of a needle, Aen.Tact.18.10.
German (Pape)
[Seite 1] ἡ (λαβεῖν), 1) Alles, womit man Etwas anfassen kann, Griff, Henkel, λαβαὶ ἀμφίστομοι am κρατήρ, Soph. O. C. 473, s. ἀμφίστομος; – μαχαιρῶν, Degengefäß, Griff, Dem. 27, 20; λαβὰς ποιεῖν τοῖς κράνεσιν, Ar. Pax 1258. – In der Fechtersprache, λαβὴν ἐνδοῦναι u. παραδοῦναι, παρέχειν, eine Blöße geben, eine Stelle des Leibes bloßgeben, an der ihn der Gegner fassen kann, ὥςπερ παλαιστὴς τὴν αὐτὴν λαβὴν παρέχει Plat. Rep. VIII, 544 b; ὡς ἅπαξ λαβὴν παρέδωκεν Ar. Nubb. 551; τὴν πρώτην λαβὴν ἐνδοῦναί τινι, Luc. Hermot. 73; ὡς εἰ νῦν διαφύγοι λαβὴν ἑτέραν οὐ παρέξοντα, Plut. Coriol. 39 u. öfter; περὶ μὲν τούτου εἰς τὰς ὁμοίας λαβὰς ἐλήλυθας, Plat. Phaedr. 236 b; vgl. Plut. εἰς λαβὰς ἥκων καὶ γεγονὼς ἐντὸς ἀρκύων, Lucull. 3; ὡς δεινὸς ἀθλητὴς λαβὴν ζητῶν, Fab. 5; auch im freundlichen Sinne, ταῖς φιλικαῖς λαβαῖς ὁ οἶνος ἁφὴν ἐνδίδωσι, Symp. 4 prooem. – 2) das Nehmen, τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρου λαβῇ ἔλυσεν, Aesch. Suppl. 913; = λῆψις, Poll. 2, 155. – Auch feindliches Angreifen, bes. Anfall einer Krankheit, Gal.; = μέμψις, Suid.; εἰς λαβὰς ἐμπεσούμενος ἀκερδεστάτους, Ael. N. A. 3, 23. – 3) übh. Veranlassung, Gelegenheit, ἀφορμή, VLL.; λαβἡν ἀποδίδωσιν ἡμῖν ὁ λόγος, Plat. Legg. III, 682 e. Vgl. die unter 1 angeführten Beispiele