ἐξαστράπτω
Τὸ ζῆν ἀλύπως ἀνδρός ἐστιν εὐτυχοῦς → Satis beati est esse sine maeroribus → Ein Leben ohne Leid führt nur, wer glücklich ist
English (LSJ)
flash as with lightning, LXX Na.3.3, Ev.Luc.9.29; of the sun's light, Zos.Alch.p.111 B.; φόβῳ καὶ κάλλεϊ Tryph.103.
Spanish (DGE)
I intr.
1 refulgir como el rayo, fulgurar, resplandecer ἐξαστραπτόντων ὅπλων LXX Na.3.3, φῶς ἐξαστράπτον ἡλιακόν Zos.Alch.Comm.Gen.10.104, esp. de la divinidad o sus manifestaciones ὁ ἱματισμὸς ... λευκὸς ἐξαστράπτων de Jesús Eu.Luc.9.29, cf. Hsch.H.Hom.20.9.7, ἡ ἐξαστράπτουσα αἴγλη τῆς θεότητος Chrys.M.59.591, ὁ μὲν ἐξήστραπτε φόβῳ καὶ κάλλεϊ πολλῷ εὐρύς θ' ὑψηλός τε del caballo de Troya, Triph.103.
2 en v. med.-pas., fig. producirse como un relámpago, como un fulgor c. gen. κυρίως κατὰ φύσιν ἐστὶν Υἱὸς τῆς τοῦ Πατρὸς οὐσίας ἐξαστραφείς Cyr.Al.M.75.525D.
II tr. hacer brillar, iluminar fig. ἵνα δὴ πάλιν ἐξαστράψωσι τὰς λαμπάδας ... αἱ παρθένοι Meth.Symp.143, cf. 154, ἐξήστραψε τὸν ἀνθρώπων βίον Cristo, Eus.M.23.685D, cf. en v. pas., Cyr.Al.M.73.85A.
German (Pape)
[Seite 873] hervorblitzen; Tryph. 102; LXX.
French (Bailly abrégé)
lancer des éclairs, briller;
NT: briller comme l'éclair.
Étymologie: ἐξ, ἀστράπτω.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαστράπτω: быть сверкающим, блистать (ὁ ἱματισμὸς λευκὸς ἐξαστράπτων NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἐξαστράπτω: ἐκλάμπω, Τρυφιόδ. 103· πῦρ ἐξαστράπτον Ἑβδ. (Ἰεζεκιὴλ Α, 4), Εὐαγγ. κ. Λουκ. θ΄, 29, κλ.
English (Strong)
from ἐκ and ἀστράπτω; to lighten forth, i.e. (figuratively) to be radiant (of very white garments): glistening.
English (Thayer)
1. properly, to send forth lightning, to lighten.
2. to flash out like lightning, to shine, be radiant: of garments, φόβῳ καί κάλλει πολλῷ Tryphiodor. 103; (cf. Winer's Grammar, 102 (97))).
Greek Monolingual
και εξαστράφτω (AM ἐξαστράπτω) αστράπτω
είμαι φωτεινός σαν αστραπή, αστραποβολώ.
Greek Monotonic
ἐξαστράπτω: μέλ. -ψω, λάμπω, ακτινοβολώ όπως με την αστραπή, σε Καινή Διαθήκη
Middle Liddell
fut. ψω
to flash as with lightning, NTest.
Chinese
原文音譯:˜xastr£ptw 誒克士-阿士特拉普拖
詞類次數:動詞(1)
原文字根:出去-閃 投
字義溯源:向前照亮,閃光,閃電發光,閃爍,放光;由(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出)與(ἀστράπτω)*=閃光)組成。(註:和合本以 (λευκός)取替 (ἐξαστράπτω))
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編:
1) 放光(1) 路9:29