δράστης
Χρηστὸς πονηροῖς οὐ τιτρώσκεται λόγοις → Non vulneratur vir bonus verbo improbo → Ein böses Wort verwundet keinen guten Mann
English (LSJ)
and δράστας (doer, that acts), ὁ, Att. and Dor. for δρήστης.
Spanish (DGE)
-ου
• Alolema(s): dór. δράστας Pi.P.4.287
fugitivo οἷά τε δ. φεύξετ' ἄφαντος Orac.Sib.4.119, Hsch.s.u. δρᾶσται
•subst. ὁ δ. esclavo θεράπων δὲ οἱ, οὐ δ. ὀπαδεῖ Pi.l.c.
-ου
• Alolema(s): jón. δρήστης Archil.205.1, Call.Fr.194.108, Man.5.85
1 el que actúa πεσεῖν δρήστην ἐπ' ἀσκόν caer sobre el odre dispuesto a actuar en sent. erót., Archil.l.c., cf. Sch.E.Med.679, αὐτουργὸν γενέσθαι καὶ δράστην Plb.12.25h.6
•activo, lleno de energía, con poder de actuación de pers., Adam.2.39, Man.l.c., Hsch.
2 violento ὁ δὲ (δ. γὰρ ἦν) αὐτοχειρὶ τὸ χωρίον λαβεῖν ἐπειρᾶτο Apoph.Patr.M.65.148A, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 665] ὁ, = δρηστήρ, Pind. P. 4, 287, dem θεράπων entgegengesetzt, ein niederer Diener, Knecht, s. Böckh's explicatt. Vgl. δρήστης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
esclave fugitif ; mauvais esclave.
Étymologie: διδράσκω.
Greek Monolingual
ο (θηλ. δράστις, η) (AM δράστης, θηλ. δράστις, Α και δρήστης, ο, δρῆστις, η)
αυτουργός, εκτελεστής πράξης αξιόποινης κυρίως («δράστης φόνου»)
νεοελλ.
(ειρωνικά) αυτός που είπε κάτι άνοστο ή δημιούργησε κάτι άσχημο
αρχ.-μσν.
δραπέτης, φυγάς
αρχ.
1. εργάτης
2. υπηρέτης (όχι δούλος)
3. ενεργητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) δρᾶ- (βλ. λ. δρω)].