κυδίων
From LSJ
περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue
English (LSJ)
[ῑ], ον, gen. ονος, τί μοι ζῆν δῆτα κύδιον; what profits it me to live? E.Alc.960 (s.v.l.), cf. Andr.639 (v.l. κύδιστον).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
plus avantageux.
Étymologie: κῦδος.
Russian (Dvoretsky)
κῡδίων: 2, gen. ονος [compar. к κυδρός более славный, (более) стоящий: τί μοι ζῆν κύδιον; Eur. к чему мне жить?
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κυδίων -ον en κύδιστος -η -ον comp. en superl. van κυδρός.