φυσαλλίδα
ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life
Greek Monolingual
φυσαλλίδα, η / φυσαλλίς, -ίδος, ΝΜΑ, και φυσαλίδα Ν, και φυσαλίς Α
σφαιρίδιο αέρα ή αερίου στην επιφάνεια υγρού, πομφόλυγα, μπουρμπουλήθρα (α. «το νερό βράζει και βγάζει φυσαλίδες» β. «πομφόλυγας... τὰς φυσαλίδας λέγω αφ' ὧν συναγείρεται ὁ ἀφρός», Λουκιαν.)
νεοελλ.
1. ιατρ. πρωτογενής στοιχειώδης βλάβη του δέρματος, μικρή περιγεγραμμένη έξαρση της επιδερμίδας η οποία περιέχει διαυγές κατά κανόνα υγρό, κν. φουσκάλα
2. (στον λόγ. τ. φυσαλίς) βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια σολανίδες της τάξης σκροφουλαριώδη
3. φρ. «μαγνητικές φυσαλλίδες»
(τεχνολ.-φυσ.) μαγνητικές περιοχές πολύ μικρών διαστάσεων, της τάξης του ενός μικρομέτρου, οι οποίες είναι δυνατόν να δημιουργούνται, να μετακινούνται και να καταστρέφονται στο εσωτερικό ορισμένων μαγνητικών υλικών
αρχ.
1. μτφ. ανούσιος λόγος («τοιαῦ τοῦ λογογράφου νοημάτων αἱ φυσαλίδες», Γρηγ. Ναζ.)
2. πνευστό μουσικό όργανο
3. βοτ. ονομασία φυτού
4. χάπι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦσα «φυσερό, πνοή, φύσημα» + επίθημα -αλλίς (πρβλ. θρυαλλίς, συκαλίς, συκαλλίς, τρωξαλλίς)].
Translations
bubble
Afrikaans: bel; Albanian: fllucka, flluskë; Amharic: አረፋ; Arabic: فُقَّاعَة; Egyptian Arabic: بقبيقة; Hijazi Arabic: فُقَّاعَة; Aragonese: bambolla; Armenian: պղպջակ; Assamese: বুৰবুৰণি; Asturian: burbuya, boya; Aymara: pukulli; Azerbaijani: köpük; Bashkir: ҡыуыҡ; Basque: burbuila; Belarusian: бурбалка, пузыр; Bengali: বুদ্বুদ; Breton: lagadenn; Bulgarian: мехурче; Burmese: ပူဖောင်း; Catalan: bombolla; Chichewa: nthibwinthibwi; Chinese Mandarin: 泡, 氣泡, 气泡, 泡沫; Corsican: bolla; Crimean Tatar: köpük; Czech: bublina; Danish: boble; Dhivehi: ބޮކި; Dutch: bel; Esperanto: bobelo; Estonian: mull; Faroese: bløðra; Finnish: kupla; French: bulle; Friulian: bùfule; Galician: burbulla, gurgulla; Georgian: ბუშტი; German: Blase; Greek: φυσαλίδα; Ancient Greek: πομφόλυξ; Gujarati: બબલ; Hausa: kumfa; Hebrew: בועה; Hindi: बुलबुला, बुल्ला, बुदबुदा, फफोला, बबूला; Hungarian: buborék; Icelandic: kúla; Ido: bulo; Indonesian: buih; Interlingua: bulla; Irish: boilgeog, bolgán; Italian: bolla; Japanese: 泡, 泡立つ; Kannada: ಮರಳು; Kazakh: көбік; Khmer: ពងទឹក; Komi-Permyak: боль; Korean: 거품; Kurdish Central Kurdish: بڵق; Northern Kurdish: billq; Kyrgyz: көбүк; Lao: ຟອງ; Latin: bulla; Latvian: burbulis; Lithuanian: burbulas; Luxembourgish: Blos; Macedonian: меур; Malay: buih; Malayalam: കുമിള; Maori: mirumiru; Marathi: बुडबुडा; Mirandese: sarta; Mongolian: хөөс, хий; Nepali: बबल; Occitan: botiòla, bofiga, bodenfla; Oriya: ବୁଦ୍ ବୁଦ୍; Ossetian: къуыпсы, таппуз; Pashto: حباب; Persian: حباب, غوزه, غنچاب; Plautdietsch: Blos; Polish: bańka, bąbel; Portuguese: bolha, borbulha; Punjabi: ਬੁਲਬੁਲਾ, ਭੂਪੜਾ; Romanian: balon, bășică, bulă; Romansch: vaschia, scufla; Russian: пузырь; Rwanda-Rundi: ku-zīkuruka, gu-sebura; Sanskrit: बुद्बुद; Sardinian: bùlla; Scots: blab; Scottish Gaelic: builgean; Serbo-Croatian Cyrillic: мјеху̀рић, меху̀рић; Roman: mjehùrić, mehùrić; Sicilian: bulla, budda; Sindhi: بدبدو; Sinhalese: බුබුළු; Slovak: bublina; Slovene: mehurček; Somali: xumbo; Spanish: burbuja, pompa, campanilla; Swedish: bubbla, såpbubbla; Tagalog: bula, kulo; Tamil: குமிழி; Telugu: బుడగ, బుడ్డ; Thai: ฟอง; Tibetan: ལྦུ་བ; Turkish: köpük; Turkmen: köpürjik; Ukrainian: пузир, бульбашка; Urdu: بلا; Uyghur: ماغزاپ; Uzbek: pufak; Venetian: bóła; Vietnamese: bong bóng; Volapük: bulil; Walloon: bouye; Welsh: bwrlwm, yswigen; Westrobothnian: pöll; Yiddish: בלאָז