ἐξηγητής

From LSJ
Revision as of 09:03, 24 October 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πρᾶττε τὰ σαυτοῦ, μὴ τὰ τῶν ἄλλων φρόνει → Tuas res age; alienas ne curaveris → Tu deine Pflicht, um die der andren sorg' dich nicht

Menander, Monostichoi, 448
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξηγητής Medium diacritics: ἐξηγητής Low diacritics: εξηγητής Capitals: ΕΞΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: exēgētḗs Transliteration B: exēgētēs Transliteration C: eksigitis Beta Code: e)chghth/s

English (LSJ)

ἐξηγητοῦ, ὁ,
A one who leads on, adviser, πρηγμάτων ἀγαθῶν Hdt.5.31 codd.; οὑτοσὶ δὲ . . ἁπάντων ἦν τούτων ὁ ἐξηγητής D.35.17.
II exegete, expounder, interpreter, especially of oracles, dreams, or omens, Hdt.1.78; at Athens, of sacred rites or customs, modes of burial, expiation, etc., spiritual director, Pl.Euthphr.4d,9a, Lg.759c, 759e, 775a, D.47.68, Is.8.39, Thphr.Char.16.6: as an official title, ἐξηγητής Πυθόχρηστος IG3.241; ἐξηγητής ἐξ Εὐπατριδῶν ib.267; ἐξηγητής ἐξ Εὐμολπιδῶν Lys.6.10, etc., cf. Suid.s.v.; πάτριος ἐξηγητής, of Apollo, Pl.R.427c.
b at Rome, of the pontifices, D.H.2.73.
2 guide, cicerone, to temples, etc., Paus.5.15.10, SIG1021.20 (Olympia).
3 commentator, Gal. 15.518, Mich.in EN50.8.

German (Pape)

[Seite 880] ὁ, der anführt, anleitet zu Etwas, πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. 5, 31; τῆς πάσης κακοηθείας Aesch. 2, 40; Λάκριτος ἁπάντων ἦν τούτων ὁ ἐξ. Dem. 35, 17, er war der Anstifter von Allem. – Der Ausleger, τεράτων καὶ ἐνυπνίων Her. 1, 78. In Athen sind die ἐξηγηταί die Ausleger des heiligen Rechtes, welche die Reinigung der Blutbefleckten besorgten, die Aufsicht über das Bestatten der Todten u. dgl. hatten; ursprünglich verwalteten das Amt Eupatriden, später drei vom delphischen Orakel bestätigte Männer, vgl. Ruhnk. zu Tim. p. 109 ff.; νομοφύλακες μετ' ἐξηγητῶν καὶ μάντεων Plat. Legg. IX, 871 c; Euthyphr. u. öfter. – Apollo selbst heißt πάτριος ἐξ., Plat. Rep. IV, 427 c. – Auch Führer, welche den Fremden die Sehenswürdigkeiten eines Ortes, bes. die Tempel zeigten u. erklärten, Paus. u. A.

French (Bailly abrégé)

ἐξηγητοῦ (ὁ) :
1 qui dirige, qui donne les instructions (pour la conduite d'une affaire, pour le gouvernement d'une maison);
2 qui explique, qui interprète (les oracles, les songes, les présages) ; à Athènes interprète des rites, des coutumes sacrées.
Étymologie: ἐξηγέομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἐξηγητής: ἐξηγητοῦ ὁ
1 руководитель, наставник: ἐξηγητὴς πρηγμάτων ἀγαθῶν Her. подающий благие советы;
2 виновник (τῆς πάσης κακοηθείας Aeschin.; ἁπάντων τούτων Dem.);
3 истолкователь, толкователь (τεράτων καὶ ἐνυπνίων Her.; ὁσίων καὶ ἱερῶν Plut.);
4 эксегет (официальное лицо в Афинах, ведавшее вопросами культовых обрядов; единовременно эксегетов было трое) Plat., Isae., Dem.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξηγητής: -οῦ ὁ, ὁ εἰσηγούμενός τι, ὁ συμβουλεύων, Λατ. auctor, ἐξηγητὴς πραγμάτων ἀγαθῶν Ἡρόδ. 5. 31· οὑτοσὶ δέ... ἁπάντων ἦν τούτων ἐξηγ. Δημ. 928. 20. ΙΙ. ὁ ἑρμηνεύων τι, ἑρμηνευτής, Λατ. enarrator, ἰδίως χρησμῶν, ἐνυπνίων, οἰωνῶν καὶ τῶν τοιούτων, Ἡρόδ. 1. 78· ἢ ὡς ἐν Ἀθήναις, ἑρμηνευτὴς ἱερῶν τελετῶν ἢ συνηθειῶν, τρόπων ταφῆς, ἐξιλασμῶν καὶ τῶν τοιούτων, Λατ. inter pres religionum, εἶδος θρησκευτικοῦ ὁδηγοῦ, Πλάτ. Εὐθύφρων 4D, 9Α, Νόμοι 759C, E, 775A, κτλ., Ἰσαῖος 73. 24· πρβλ. ἐξηγέομαι ΙΙΙ. 3, Ruhnk. ἐν Τιμ. σ. 109, Μυλλέρον ἐν Αἰσχύλου Εὐμ. § 74 κἑξ.· - Πλάτ. Πολ. 427C. ὁ Ἀπόλλων λέγεται ὁ πάτριος ἐξ. τῆς θρησκείας· πρβλ. προφήτης. 2) ὁ ὁδηγῶν εἰς ναούς, κτλ. (πρβλ. περιηγητὴς) Παυσ.

Greek Monolingual

ο (AM ἐξηγητής) εξηγώ
ερμηνευτήςεξηγητής τών Γραφών»)
αρχ.
1. σύμβουλος, εισηγητής («ἐξηγητὴς γίνεται πρηγμάτων ἀγαθῶν», Ηρόδ.)
2. σχολιαστής («τὰ ὠβελισμένα οὐδενὶ τῶν ἐξηγητῶν ἔδοξε Θουκυδίδου εἶναι»)
3. ξεναγός.

Greek Monotonic

ἐξηγητής: ἐξηγητοῦ, ὁ,
I. αυτός που καθοδηγεί, σύμβουλος, Λατ. auctor, σε Ηρόδ., Δημ.
II. αυτός που εξηγεί κάτι, ερμηνευτής, λέγεται για χρησμούς, όνειρα, οιωνούς και άλλες θρησκευτικά σημάδια, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.

Middle Liddell

ἐξηγητής, ἐξηγητοῦ, [from ἐηγέομαι]
I. one who leads on, an adviser, Lat. auctor, Hdt., Dem.
II. an expounder, interpreter, of oracles, dreams, omens, and sacred customs, Hdt., Plat., etc.

English (Woodhouse)

advocate, instigator, interpreter, ringleader, moving spirit in any enterprise, one who recommends, prime mover, prime-mover in, prime-mover, recommender

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)