βλωθρός
Γέρων γενόμενος μὴ γάμει νεωτέραν → Ne ducas iuniorem, si fueris senex → Wenn du gealtert, nimm dir keine junge Frau
English (LSJ)
βλωθρά, βλωθρόν, tall, πίτυς β. Il.13.390; β. ὄγχνη Od.24.234, cf. A.R.4.1476, Q.S.8.204; βλωθρῇ ἐπὶ ποίῃ Arat.1089. (Perh. cf. Skt. mūrdhā́ 'head', OE. molda 'head'.)
Spanish (DGE)
βλωθρά, βλωθρόν
• Alolema(s): ép. fem. βλωθρή Il.13.390; hiperjón. γλωθρός Hes.Fr.204.124
alargado, alto esp. de árboles πίτυς Il.l.c., Q.S.8.204, ἀπὸ γλωθρῶν δενδρέων ... χαμᾶζε χεύετο καλὰ πέτηλα Hes.l.c., cf. Od.24.234, A.R.4.1476, AP 9.233 (Eryc.), ποίη Arat.1089.
• Etimología: De *μλωθρός y rel. c. μέλαθρον según algunos autores c. una solución un tanto anómala de la r.
German (Pape)
[Seite 450] (βλώσκω?), hochaufschießend, hoch, von Bäumen, Hom. dreimal, πίτυς Iliad. 13, 390. 16, 483, ὄγχνη Odyss. 24, 234; – πίτυς Ep. ad. 384 (IX, 131); κότινος Eryc. 9 (IX, 233); πλάτανος 14 (VII, 174); a. sp. D.
French (Bailly abrégé)
βλωθρά, βλωθρόν :
qui pousse haut ou dru.
Étymologie: R. Βλαθ, germer, pousser ; cf. βλαστάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βλωθρός βλωθρά βλωθρόν hoog oprijzend.
Russian (Dvoretsky)
βλωθρός: высокоствольный, высокий (πίτυς Hom., Anth.; ὄγχνη Hom.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: adj.
Meaning: (grown) high (of trees; Il.).
Other forms: γλωθρός (Hes.), a form mostly not mentioned.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Hardly as *μλωθρός to a word for head, Skt. mūrdhán- m. - βλώσκω "est loin pour le sens." (DELG). (Not to μέλαθρον or βλαστάνω.) Beekes, Dev. 215f. The form with γ- suggests Pre-Greek.
English (Autenrieth)
tall, of trees.
Greek Monolingual
βλωθρός, -ά, -όν (Α)
(για δέντρα) ψηλός, μεγαλόπρεπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Υποστηρίχτηκε ότι ο τ. βλωθρός < μλωθρός < (ινδοευρ. ρίζα) melōdh- «ύψωμα, κεφάλι» (πρβλ. αρχ. ινδ mūrdhάn- «κεφάλι, κορυφή», αγγλοσαξ. molda «κορυφή του κεφαλιού»). Η υποτεθείσα σχέση με το βλώσκω δεν έχει ισχυρή βάση από σημασιολογικής πλευράς].
Greek Monotonic
βλωθρός: -ά, -όν, ψηλός, ευθυτενής, αρχοντικός, επιβλητικός, μεγαλοπρεπής, λέγεται για δένδρα, σε Όμηρ. (αμφίβ. προέλ.).
Greek (Liddell-Scott)
βλωθρός: -ά, -όν, (βλώσκω) ὑψηλός, μεγαλοπρεπής, ἠὲ πίτυς βλωθρὴ Ἰλ. Ν. 390· στὰς ἄρ' ὑπὸ βλωθρὴν ὄγχνην Ὀδ. Ω. 234.
Middle Liddell
[deriv. uncertain]
tall, stately, of trees, Hom.
Frisk Etymology German
βλωθρός: {blōthrós}
Meaning: hochgewachsen (von Bäumen, ep. seit Il.).
Derivative: Keine Ableitungen.
Etymology: Wenn aus *μλωθρός, kann βλωθρός mit einem arisch-germanischen Wort für Kopf eng verwandt sein, aind. mūrdhán- m. Kopf, oft übertr. Gipfel, ags. molda m. der obere Teil des Kopfes, Scheitel. Sogar direkte Ableitung von einem idg. r-n-Stamm kann vorliegen; zur Entsprechung gr. ρω: aind. ūr < idg. l̥̄ Schwyzer 361. In Betracht kommt auch toch. A malto zuerst (Fraenkel IF 50, 6f.). — Anders Pisani KZ 62, 271 (zu toch. mrāc). — Vgl. βλώσκω und μέλαθρον, auch βλαστάνω.
Page 1,246