διπλῇ
φθείρουσιν ἤθη χρήσθ' ὁμιλίαι κακαί → bad company ruins good habits
English (LSJ)
(Dor. διπλεῖ Tab.Heracl.1.109, Leg.Gort.2.7), Adv.
A twice, E.Ion760, cj. in S.Ant.725.
II twice as much, opp. ἁπλῇ, IG12.6.47; followed by ἤ, Pl.R. 330c.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de deux façons, càd dans les deux sens (contraires);
2 deux fois : διπλῇ ἤ, deux fois autant que.
Étymologie: dat. fém. contr. de διπλόος.
Greek Monolingual
(I)
η (AM διπλῆ)
βλ. διπλός.
(II)
διπλῇ και διπλεῖ (Α)
επίρρ. δύο φορές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλούς + (επιρρ. κατάλ.) -ῂ (πρβλ. αλλαχῄ, διχῄ)
το δειπλεί είναι δωρικός τ. του διπλῄ].
Greek Monotonic
διπλῇ: επίρρ., δύο φορές, δύο φορές κατ' επανάληψη, στη σειρά, σε Σοφ., Ευρ.
German (Pape)
doppelt; εἴρηται, von beiden Seiten, Soph. Ant. 721; zweimal, θανεῖν Eur. Ion 760; mit folgendem ἤ, doppelt so vielmal als, Plat. Rep. I.330c, öfter; Gegensatz μοναχῇ Legg. IV.720e; ζημιοῦσθαι XI.928b; τὸ βλάβος ἐκτίνεσθαι IX.868a.
Russian (Dvoretsky)
διπλῇ: дор. διπλᾷ adv.
1 с обеих сторон: εὖ γὰρ εὕρηται δ. Soph. оба вы говорили правильно;
2 вдвое, вдвойне (ζημιοῦσθαι Plat.);
3 дважды (θανεῖν Eur.).