ἐνστρέφω
Νόμιζε γήμας δοῦλος εἶναι διὰ βίου → Uxore ducta vivere ut servus para → Nimm eine Frau und sei ihr Knecht ein Leben lang
English (LSJ)
A turn in:—Med., ἄρθρα ἐνστρέφεσθαι turn or move one's limbs, Hp.Dieb.Judic.8:—Pass., turn or move in, μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Il.5.306.
2 c. acc. loci, σηκοὺς ἐνστρέφειν visit them, f.l. in E.Ion300.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐνιστρ- Opp.H.1.363
I tr. volcar en, verter un líquido, abs. ἐνστρέφειν ἐν τῷ πίθῳ Gal.14.553
•voltear en v. pas. ἐν τῷ σινίῳ ὁ σῖτος Mac.Aeg.Serm.B 48.1.4.
II intr., en v. med.
1 girar en de coyunturas o articulaciones ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται allí donde el fémur gira en la cadera, Il.5.306, cf. Gal.18(1).732
•girar sobre un eje o un punto ὁ ... στροφεὺς τῷ αὐτῷ ἐνστρέφεται τόπῳ del gozne de una puerta, S.E.M.10.54, ἵνα δύνωνται ... ἐνστρεφομένην κλίνειν τὴν κλίμακα Apollod.Poliorc.178.8, ὁ μεν αὐτῶν (πυλεώνων) ἐνστρέφεται νάρθηκος ἐπὶ στεινοῖο μετώπου ἐς νότον una de ellas (de las puertas) gira sobre el muro corto del nártex Paul.Sil.Soph.440, cf. EM 676.41G.
2 de animados revolverse, removerse ὁ ... νοσέων ἐνστρέφεσθαι καὶ κινέειν τὰ ἄρθρα οὐ δύναται Hp.Dieb.Iudic.8, c. dat. ταῖς χερσὶ τῶν ἀγρευόντων un pájaro, Basil.M.31.437D, πνεῦμα ... τοῖς κοιλώμασι τῶν νεφῶν Basil.M.29.292A, c. giro prep. περὶ τὰ τέσσερα κλίματα τῆς θαλάσσης Manes 78.1.
3 fig., de pers. volcarse en, entregarse a ταῖς μάχαις Paean.10.9, τοῖς δεινοῖς Chrys.M.60.67, cf. 47.439.
4 de escritos versar sobre, tratar de ὁ ... λόγος περὶ τὰ ἤθη ἐνστρεφόμενος Sch.Clem.Al.Paed.90.8.
5 estar en circulación, estar en uso en διὰ πλειόνων (ῥημάτων) ... τῶν ἐνστρεφομένων τῇ ἡμετέρᾳ χρήσει Basil.M.31.681A.
German (Pape)
[Seite 853] 1) hineindrehen, -winden, Hippocr. – Med., sich darin herumdrehen, μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται, die Hüfte dreht sich im Hüftgelenk, Il. 5, 306. – 2) intrans., sich an einem Orte herumbewegen, wie versari in, σηκοῖς Τροφωνίου Eur. Ion 300, v.l. σηκούς.
French (Bailly abrégé)
faire tourner dans ; Pass. se mouvoir en tournant ou tourner dans, τινι.
Étymologie: ἐν, στρέφω.
Russian (Dvoretsky)
ἐνστρέφω:
1 пребывать, находиться (σηκοῖς - v.l. σηκούς - Τροφωνίου Eur.);
2 med. вращаться (μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνστρέφω: στρέφω ἐντός τινος: - Μέσ., ὁ γὰρ νοσέων ἐνστρέφεσθαι καὶ κινέειν τὰ ἄρθρα οὐ δύναται Ἱππ. π. Κρισίμ. 58. 5. - Παθ., στρέφομαι ἢ κινοῦμαι ἐντός τινος, ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται Ἰλ. Ε. 306. 2) ἀμετάβ. μετ’ αἰτ. τόπου, σηκοὺς δ’ ἐνστρέφει Τροφωνίου, περιέρχεται, περιεργάζεται, Εὐρ. Ἴων 300.~
English (Autenrieth)
only mid., ἐνστρέφεται ἰσχίῳ, turns (plays) in the hip-joint, Il. 5.306†.
Greek Monolingual
ἐνστρέφω (Α) στρέφω
1. περιστρέφω, κινώ («ἔνθα τε μηρὸς ἰσχίῳ ἐνστρέφεται», Ομ. Ιλ.)
2. ζω σ' έναν τόπο («σηκοῖς δ' ἐνστρέφει Τροφωνίου», Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐνστρέφω: μέλ. -ψω,
1. στρέφω μέσα, — Παθ., στρέφομαι ή κινούμαι σε έναν τόπο, με δοτ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. με αιτ. τόπου, σηκοὺς ἐνστρέφειν, επίσκεψη, επιθεώρησή τους, σε Ευρ.
Middle Liddell
fut. ψω
1. to turn inPass. to turn or move in a place, c. dat., Il.
2. c. acc. loci, σηκοὺς ἐνστρέφειν to visit them, Eur.