ἐπιθειασμός
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ὁ,
A appeal to the gods, Th.7.75 (pl.).
2. inspiration, Poll.1.16, Ph.2.299.
German (Pape)
[Seite 942] ὁ, das Anrufen der Götter, Beschwören der Götter, Thuc. 7, 75; Begeisterung, Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
invocation aux dieux.
Étymologie: ἐπιθειάζω.
Greek Monolingual
ἐπιθειασμός, ὁ (Α) επιθειάζω
1. επίκληση τών θεών, ικεσία προς τους θεούς
2. έμπνευση.
Greek Monotonic
ἐπιθειασμός: ὁ, επίκληση των θεών, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιθειασμός: ὁ призывание богов, взывание к богам Thuc.
Middle Liddell
ἐπιθειασμός, ὁ, [from ἐπιθειάζω
an appeal to the gods, Thuc.
English (Woodhouse)
adjuration of the gods, appeal to the gods, invocation to the gods, prayer to the gods