παγκαίνιστος

From LSJ
Revision as of 22:01, 29 October 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "A.''Ag.''" to "A.''Ag.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων → death is the last healer of sicknesses

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παγκαίνιστος Medium diacritics: παγκαίνιστος Low diacritics: παγκαίνιστος Capitals: ΠΑΓΚΑΙΝΙΣΤΟΣ
Transliteration A: pankaínistos Transliteration B: pankainistos Transliteration C: pagkainistos Beta Code: pagkai/nistos

English (LSJ)

παγκαίνιστον, ever renewed, ever fresh, κηκίς A.Ag.960.

German (Pape)

[Seite 435] ganz erneu't, immer neu, πορφύρας κηκῖδα, Aesch. Ag. 968.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
entièrement renouvelé, toujours nouveau.
Étymologie: πᾶς, καινίζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παγκαίνιστος -ον [πᾶς, καινίζω] altijd fris.

Russian (Dvoretsky)

παγκαίνιστος: постоянно возобновляющийся, т. е. неисчерпаемый (πορφύρας κηκίς Aesch.).

Greek Monolingual

παγκαίνιστος, -ον (Α)
αυτός που ανακαινίζεται συνεχώς, ο διαρκώς νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + καινίζω.

Greek Monotonic

παγκαίνιστος: -ον, πάντα ανακαινισμένος, πάντα φρέσκος, σε Αισχύλ.

Greek (Liddell-Scott)

παγκαίνιστος: -ον, ἀείποτε ἀνακαινιζόμενος, πάντοτε νέος, κηκὶς Αἰσχύλ. Ἀγ. 960.

Middle Liddell

παγ-καίνιστος, ον,
ever renewed, ever fresh, Aesch.