ἤρυγγος
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
English (LSJ)
ἡ,
A eryngo, Eryngium creticum, Id.Th. 645,849: more freq. as Dim., ἠρύγγιον, τό, E. campestre, Thphr. HP6.1.3, Plu.2.700d,776f (both forms in Dsc.3.21, ἠρύγγιον also = ἀλόη, Ps.-Dsc.3.22):—also ἠρύγγη, ἡ, Plin.HN22.18, Phot.; = πόλιον, Hp. ap. Erot. (perhaps to be read in Ulc.11); ἠρυγγίτης [ῑ], ου, ὁ, Plu.2.558e, Suid.
II ἤρυγγος, ὁ, goat's beard, Arist.HA610b29 (s.v.l.).
German (Pape)
[Seite 1176] ἡ, eine Pflanze, Mannstreue, Nic. Th. 848. – Aber ὁ ἤρυγγος, oder τὸ ἤρυγγον, bei Arist. H. A. 9, 3, scheint der Ziegenbart zu sein, nach dem Zusatz ἔστι δὲ οἷον θρίξ; bei Plut. Symp. 7, 2, 1 wird dasselbe aber von der Pflanze ἠρύγγιον, vulg. ἠρύγκιον, erzählt, u. bei demselben de sera N. V. 14 steht ἠρυγγίτης dafür.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
panicaut ou chardon-roland, plante.
Étymologie: DELG selon Strömberg, de ἔαρ, ἦρος printemps, donc « fleur de printemps ».
Russian (Dvoretsky)
ἤρυγγος: ἡ и ὁ чертополох или репейник Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἤρυγγος: ἡ, φυτόν τι ἐκ τοῦ γένους τῶν ἀκανθοφύλλων, Νικ. Θ. 645, 849· συχνότερον ὡς ὑποκορ. ἡρύγγιον, τό, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 1, 3 (ἔνθα κακῶς ἠρίγγιον), Διοσκ. 3. 24, Πλούτ. 2. 700D. - ὡσαύτως ἠρύγγη, ἡ, Πλίν. 22. 8, Φωτ. ΙΙ. ἤρυγγος, ὁ, τοῦ τράγου ἡ γενειάς, Ἀριστ. Ι. Ζ. 9. 33, 3.
Greek Monolingual
(I)
ἤρυγγος και ἠρύγγη, ή (Α)
φυτό με αγκαθωτά φύλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήρυ-γγος, κατά τα είλιγγος, πίσυγγος
εικάζεται ότι είναι παράγωγο από έαρ, ήρος, οπότε η αρχ. σημασία του θα ήταν «λουλούδι της ανοίξεως». Η σημασία «το γένι της κατσίκας» είναι υστερογενής.
ΠΑΡ. αρχ. ηρύγγιν, ηρυγγίς, ηρυγγίτης].
(II)
ἤρυγγος, ό (Α)
το γένι του τράγου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ήρυγγος (Ι)].
Frisk Etymological English
Grammatical information: 1. f., 2. m.
Meaning: 1. name of a thistle-like plant, Eryngium (Nic. a. o.); 2. beard of a goat (Arist.).
Other forms: (1.) mostly ἠρύγγιον (Thphr.), also ἠρύγγη (Plin.) and ἠρυγγίτης (Plu.).
Derivatives: (1.) ἠρυγγίς f. belonging to E. (Nic.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: (1) Formation like εἴλιγγος and πίσυγγος; much more often in athemat. forms as φάρυγξ a. o. - (1) Acc. to Strömberg Pflanzennamen 72 from ἔαρ, ἦρος spring, as "springingflower". - (2) The meaning beard of a goat is unexplained. Cf. Lobeck Proll. 306. - Clearly a (or two) Pre-Greek word(s).
Frisk Etymology German
ἤρυγγος: {ḗruggos}
Forms: (1.) gew. ἠρύγγιον (Thphr. u. a.), auch ἠρύγγη (Plin.) und ἠρυγγίτης (Plu.) ib.
Grammar: 1. f., 2. m.
Meaning: 1. N. einer distelartigen Doldenpflanze, Eryngium (Nik. u. a.); 2. Ziegenbart (Arist.).
Derivative: (1.) davon ἠρυγγίς f. ‘zu E. gehörig’ (Nik.).
Etymology : Bildung wie εἴλιγγος und das unklare πίσυγγος; viel öfter in athemat. Form wie φάρυγξ u. a. — Nach Strömberg Pflanzennamen 72 von ἔαρ, ἦρος Frühling, also eig. "Frühlingsblume". Die Bedeutung Ziegenbart muß dann sekundär sein. Vgl. Lobeck Proll. 306.
Page 1,644