πλύμα
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
[ῠ], ατος, τό, (πλύνω)
A water in which something has been washed, π. ἰχθύων Pl.Com.82, cf. Arist.HA534a27, Nic.Al.258; κρεῶν Gal.18(1).730; π. ἀλεύρου infusion of meal, Hp.Epid.7.80, Acut.(Sp.) 63; πλύματα τοῖς παιδαρίοις PCair.Zen.398.10 (iii B.C.); washings, scum, a by-product of cinnabar, Thphr. De Lapidibus 58 (in form πλύσματι); from oilworks, Sammelb.4425 vii 10(ii A. D.).
II metaph., low prostitute, Poll.7.39.—The form πλύσμα is found in some codd. and preferred by Phot.; but πλύμα is guaranteed by metre in Nic.l.c., also by PCair.Zen.l. c.
German (Pape)
[Seite 638] τό, Wasser, worin man Etwas abgewaschen hat, Spülwasser; Plat. com. bei Poll. 7, 40; Nic. Al. 258. 467 u. a. Sp.; vgl. auch Poll. 7, 39.
Russian (Dvoretsky)
πλύμα: атт. * πλύσμα, ατος (ῠ) τό загрязненная вода, помои: τό π. τῶν ἰχθύων Arst. вода, в которой плавали рыбы.
Greek (Liddell-Scott)
πλύμα: [ῠ], τό, (πλύνω) ὕδωρ ἐν ᾧ ἔχει πλυθῇ τι, πλ. ἰχθύων Πλάτ. Κωμ. ἐν «Νίκαις» 4, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 8, 22· κρεῶν Γαλην.· πλ. ἀλεύρου, ὕδωρ μεμιγμένον μετ’ ὀλίγου ἀλεύρου, Ἱππ. 407. 9., 1229Η. ΙΙ. μεταφορ., κοινὴ πόρνη, «κατατετριμμένη ἑταίρα» Πολυδ. Ζ΄, 39. ― Περὶ τοῦ τύπου πλύσμα, εὑρισκομένου ἐν τοῖς Ἀντιγράφ. καὶ ἐπιδοκιμαζομένου ὑπὸ τοῦ Φωτ., ἴδε Λοβέκ. Παραλ. 419· πρέπει νὰ εἶναι πλύμα ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 258, ἐπειδὴ ἡ παραλήγουσα εἶναι βραχεῖα· οὕτω δὲ φαίνεται ὅτι εἶναι καὶ παρὰ Πλάτ. τῷ κωμ., ἔνθ’ ἀνωτ. Κατὰ τοὺς ἀρίστους κριτικοὺς γραπτέον, πλῦμα, ἴδε Ζηκίδου Λεξικ. Ὀρθογ. κ. Χρηστικ. ἐν λ. πλῦμα.
Greek Monolingual
(I)
-ατος, το / πλύσμα, ΝΑ πλύνω
1. νερό μέσα στο οποίο έχει πλυθεί κάτι, απόπλυμα
2. μτφ. άνοστο και νερόβραστο φαγητό