ὕφορμος
ἐν ταῖς ἀνάγκαις χρημάτων κρείττων φίλος → it is better in times of need to have friends rather than money, a friend in need is a friend indeed (Menander, Sententiae monostichoi 143)
English (LSJ)
ὁ,
A (ὅρμος ΙΙ) anchorage, Arist.HA542b23 (pl.), Str.6.1.1 (pl.), 14.1.8, etc.
II Adj., fit for anchoring in, αἰγιαλός Id.14.1.35; τόπος St.Byz. s.v. λιμήν.
2 at anchor, ναῦς Ph.2.521.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
mouillage, station pour les navires.
Étymologie: ὑπό, ὅρμος.
German (Pape)
ὁ, Ankerplatz, Ort zum Einlaufen der Schiffe, Arist. H.A. 5.9. Bei Strab. XIV p. 645 ὕφορμος τόπος.
Russian (Dvoretsky)
ὕφορμος: ὁ = ὑφόρμισις.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφορμος: ὁ (ὅρμος ΙΙ) τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, ὅρμος, Ἀριστοφ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Στράβ. 252, 635, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἁρμόδιος πρὸς προσόρμισιν, κατάλληλος πρὸ ἀγκυροβολίαν, αἰγιαλὸς Στράβ. 645· τόπος Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. λιμήν.
Greek Monolingual
ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, -ον, ΜΑ
μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος
μσν.-αρχ.
ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση
β) ο αγκυροβολημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑφορμῶ (Ι)].
Greek Monotonic
ὕφορμος: ὁ (ὅρμος II), αγκυροβόλι, όρμος, σε Στράβ.
Middle Liddell
ὕφορμος, ὁ, [from ὑφορμίζομαι ὅρμος II]
an anchorage, Strab.
Translations
anchorage
Bulgarian: котвостоянка; Czech: kotviště; Danish: ankerplads; Dutch: rede, ree, ankerplaats; Esperanto: ankrejo; Faroese: akkerspláss, skipalega; Finnish: ankkuripaikka; French: ancrage; Galician: ancoradoiro; Georgian: საღუზე; German: Ankerplatz; Greek: ελλιμενισμός, αγκυροβόλημα, αραξοβόλι, άραγμα; Ancient Greek: ἀγκυροβόλιον, ἀγκυρηβόλιον, ἐνόρμισμα, ναυλοχία, ναύσταθμον, ναύσταθμος, ὅρμος, προσορμιστήριον, ὕφορμος; Hebrew: מעגן; Hungarian: horgonyzóhely; Icelandic: skipalægi, bátalægi, lægi, skipalega; Irish: acarsóid, ancaireacht, leaba ancaire, poll ancaire; Italian: ancoraggio; Latin: statio; Macedonian: сидриште; Maori: tauranga, taunga; Norwegian Bokmål: ankerplass, ankringsplass; Nynorsk: ankerplass, ankringsplass; Ottoman Turkish: مرسی; Persian: لنگرگاه; Polish: kotwicowisko; Portuguese: ancoradouro, ancoragem, fundeadouro; Russian: якорная стоянка; Scottish Gaelic: acarsaid; Spanish: fondeadero, anclaje; Swedish: ankarplats; Welsh: angorfa; Yámana: tīnia