ὕφορμος

From LSJ

ἀλλὰ πάνυ ἑτοίμως παρορᾷς → but you quite purposely see wrongly

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὕφορμος Medium diacritics: ὕφορμος Low diacritics: ύφορμος Capitals: ΥΦΟΡΜΟΣ
Transliteration A: hýphormos Transliteration B: hyphormos Transliteration C: yformos Beta Code: u(/formos

English (LSJ)

ὁ,
A (ὅρμος ΙΙ) anchorage, Arist.HA542b23 (pl.), Str.6.1.1 (pl.), 14.1.8, etc.
II Adj., fit for anchoring in, αἰγιαλός Id.14.1.35; τόπος St.Byz. s.v. λιμήν.
2 at anchor, ναῦς Ph.2.521.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
mouillage, station pour les navires.
Étymologie: ὑπό, ὅρμος.

German (Pape)

ὁ, Ankerplatz, Ort zum Einlaufen der Schiffe, Arist. H.A. 5.9. Bei Strab. XIV p. 645 ὕφορμος τόπος.

Russian (Dvoretsky)

ὕφορμος: ὁ = ὑφόρμισις.

Greek (Liddell-Scott)

ὕφορμος: ὁ (ὅρμος ΙΙ) τόπος πρὸς ἀγκυροβολίαν, ὅρμος, Ἀριστοφ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 9, 2, Στράβ. 252, 635, κλπ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἁρμόδιος πρὸς προσόρμισιν, κατάλληλος πρὸ ἀγκυροβολίαν, αἰγιαλὸς Στράβ. 645· τόπος Στέφ. Βυζ. ἐν λέξ. λιμήν.

Greek Monolingual

ο / ὕφορμος, ΝΜΑ, και ως επίθ. ὕφορμος, -ον, ΜΑ
μικρός όρμος κατάλληλος για αγκυροβόλημα πλοίων με μικρό μέγεθος
μσν.-αρχ.
ως επίθ. α) ο κατάλληλος για προσόρμιση
β) ο αγκυροβολημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅρμος (ΙΙ). Ο τ. λειτουργεί ως υποχωρητ. παρ. του ρ. ὑφορμῶ (Ι)].

Greek Monotonic

ὕφορμος: ὁ (ὅρμος II), αγκυροβόλι, όρμος, σε Στράβ.

Middle Liddell

ὕφορμος, ὁ, [from ὑφορμίζομαι ὅρμος II]
an anchorage, Strab.

Translations

anchorage

Bulgarian: котвостоянка; Czech: kotviště; Danish: ankerplads; Dutch: rede, ree, ankerplaats; Esperanto: ankrejo; Faroese: akkerspláss, skipalega; Finnish: ankkuripaikka; French: ancrage; Galician: ancoradoiro; Georgian: საღუზე; German: Ankerplatz; Greek: ελλιμενισμός, αγκυροβόλημα, αραξοβόλι, άραγμα; Ancient Greek: ἀγκυροβόλιον, ἀγκυρηβόλιον, ἐνόρμισμα, ναυλοχία, ναύσταθμον, ναύσταθμος, ὅρμος, προσορμιστήριον, ὕφορμος; Hebrew: מעגן; Hungarian: horgonyzóhely; Icelandic: skipalægi, bátalægi, lægi, skipalega; Irish: acarsóid, ancaireacht, leaba ancaire, poll ancaire; Italian: ancoraggio; Latin: statio; Macedonian: сидриште; Maori: tauranga, taunga; Norwegian Bokmål: ankerplass, ankringsplass; Nynorsk: ankerplass, ankringsplass; Ottoman Turkish: مرسی; Persian: لنگرگاه; Polish: kotwicowisko; Portuguese: ancoradouro, ancoragem, fundeadouro; Russian: якорная стоянка; Scottish Gaelic: acarsaid; Spanish: fondeadero, anclaje; Swedish: ankarplats; Welsh: angorfa; Yámana: tīnia