παντοπόρος
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
παντοπόρον, all-inventive, opp. ἄπορος, S.Ant.360 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 464] der sich überall zu helfen weiß, Soph. Ant. 356, Gegensatz von ἄπορος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
industrieux pour tout, fécond en expédients.
Étymologie: πᾶν, πόρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παντοπόρος -ον [πᾶς, πόρος] inventief.
Russian (Dvoretsky)
παντοπόρος: всегда находящий выход, находчивый, изобретательный Soph.
Greek Monolingual
-ον, Α
εφευρετικός, επινοητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)- + -πόρος (< πόρος), πρβλ. πρωτοπόρος.
Greek Monotonic
παντοπόρος: -ον, εφευρετικός σε όλα, αντίθ. προς ἄπορος, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παντοπόρος: -ον, ὁ τὰ πάντα ἐξευρίσκων, ἐφευρετικώτατος, ἀντίθετον τῷ ἄπορος, Σοφ. Ἀντ. 360.