ἐξαμύνομαι
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
English (LSJ)
[ῡ], Med., ward off from oneself, drive away, νόσους A. Pr.483; αἶθρον θεοῦ E.Supp.208; τινά Id.Or.269:—Act. is dub. l. in Them.Or.23.284b.
Spanish (DGE)
(ἐξᾰμύνομαι)
• Prosodia: [-ῡ-]
protegerse, defenderse de τὰς ἁπάσας ... νόσους A.Pr.483, αἶθόν <τ'> ἐξαμύνασθαι θεοῦ protegerse del fuego divino E.Supp.208, τόξα ... οἷς ... ἐξαμύνεσθαι θεάς E.Or.269
•abs. ἵν' ἐξαμύνοιτο μὲν αὐτὸς Cyr.Al.Dial.Trin.1.388d
•en v. act. dud. ὁ ἐξαμύνας Them.Or.23.284b.
German (Pape)
[Seite 867] von sich abwehren, abhalten; νόσους Aesch. Prom. 481; θεάς Eur. Or. 269; αἶθόν τ' ἐξαμύνασθαι θεοῦ Suppl. 208. – Das act. ἐξαμύνας, Them. 23 p. 284 b, ist zw.
French (Bailly abrégé)
inf. ao. ἐξαμύνασθαι;
repousser loin de soi.
Étymologie: ἐξ, ἀμύνω.
Greek Monolingual
ἐξαμύνομαι (Α)
αποκρούω κάποιον ή κάτι, αμύνομαι εναντίον κάποιου, εξουδετερώνω, αποκρούω, απομακρύνω κάτι («αἶθρον ἐξαμύνασθαι θεοῦ» — ν' αμυνθούμε στο πρωινό ψύχος, Ευρ.).
Greek Monotonic
ἐξᾰμύνομαι: [ῡ], μέλ. -αμῠνοῦμαι, Μέσ., προστατεύομαι, προφυλάσσομαι απομακρύνω από εμένα, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐξαμύνομαι: отражать от себя, отгонять прочь, подавлять (τὰς νόσους ἀκέσμασι Aesch.; θεάς, sc. Ἐρινύας Eur.): ἐ. αἶθον (v.l. αἶθρον) θεοῦ Eur. защищать себя от солнечного зноя.
Middle Liddell
fut. -αμῠνοῦμαι
Mid. to ward off from oneself, drive away, Aesch., Eur.