ἀποζάω
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
A live off, ὅσον ἀποζῆν = enough to live off, Th.1.2: c. dat., ἀ. ἐλύμοις Procop.Pers.1.12, al.
2 live poorly, Luc.Tox.59, Ael.NA 16.12, Lib.Or.11.253.
3 live out, ἰδιώτην βίον J.AJ9.10.4.
Spanish (DGE)
1 ser suficiente, bastar para vivir la tierra ὥς τ' ἀπό τ' εὖ ζώειν ... ἀνθρώποισιν h.Ap.530, τὰ ἑαυτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν Th.1.2, cf. Procop.Pers.1.121
•c. dat. instrum. ταῖς χερσὶν ἀ. vivir de sus manos Pall.H.Laus.58.17.
2 vivir c. ac. int. ἰδιώτην βίον I.AI 9.227
•abs. πονηρῶς Luc.Tox.59, μόλις Ael.NA 16.12, μόνον Lib.Or.11.253.
German (Pape)
[Seite 302] (s. ζάω), von etwas leben, νεμόμενοι τὰ ἑαυτῶν ὅσον ἀποζῆν Thuc. 1, 2; ἐκ τῆς μισθαρνίας Luc. Fugit. 17; bes. = kümmerlich leben, Tox. 59 Ael. H. A. 16, 12.
French (Bailly abrégé)
ἀποζῶ :
1 vivre de;
2 vivre pauvrement, végéter.
Étymologie: ἀπό, ζάω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποζάω:
1 жить, кормиться (ἐκ τῆς μισθαρνίας Luc.): ὅσον ἀποζῆν Thuc. сколько нужно, чтобы прокормиться;
2 кое-как перебиваться Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποζάω: μέλλ. -ζήσω, ζῶ ἀπό τινος, νεμόμενοι τὰ αὑτῶν ἕκαστοι ὅσον ἀποζῆν, ὅσον ἐχρειάζετο νὰ ζῶσι λιτῶς, Θουκ. 1. 2· μετ’ αἰτ., ἐλύμοις ἀποζῆν Προκοπ. Ἱστ. 602Α. 2) ζῶ πενιχρῶς μετὰ στερήσεων, Λουκ. Τόξ. 59, κτλ.
Greek Monotonic
ἀποζάω: μέλ. -ζήσω·
I. ζω από κάτι· ὅσον ἀποζῆν, όσο χρειάζεται για να ζήσει κάποιος με λιτότητα, σε Θουκ.
II. ζω με στερήσεις, ζω μέσα στη φτώχεια, σε Λουκ.
Middle Liddell
I. to live off, ὅσον ἀποζῆν enough to live off, Thuc.
II. to live poorly, Luc.
Lexicon Thucydideum
vitam tolerare, to endure life, 1.2.2.