ἐκπληκτικός

From LSJ
Revision as of 13:52, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπληκτικός Medium diacritics: ἐκπληκτικός Low diacritics: εκπληκτικός Capitals: ΕΚΠΛΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekplēktikós Transliteration B: ekplēktikos Transliteration C: ekpliktikos Beta Code: e)kplhktiko/s

English (LSJ)

ἐκπληκτική, ἐκπληκτικόν,
A striking with consternation, astounding, θόρυβος Th.8.92; ἐ. τοῖς ἐχθροῖς X.Eq.Mag.8.18 (Comp.); ἐκπληκτικώτερον more surprising or startling, Arist.Po.1460b25: Sup., Plb.3.4.5, Onos. 22.4.
II Adv. ἐκπληκτικῶς = terribly, D.S.14.25: Sup. ἐκπληκτικώτατα Ael.NA 11.32.
2 with enthusiasm, ἀποδέξασθαί τινα Plb.10.5.2.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1sorprendente μέρος en una obra literaria, Arist.Po.1460b25, εἰς τὸ κατὰ φαντασίαν ἐκπληκτικόν Longin.15.11.
2 que expresa sorpresa τὰ δὲ ἀπὸ κλητικῆς ... θαυμαστικὰ καὶ ἐκπληκτικά Sch.D.T.435.
II sent. neg.
1 que aturde, que sobrecoge θόρυβος Th.8.92, κτύπος D.C.68.24.4.
2 terrorífico de soldados, X.Eq.Mag.8.18, ἐπιβολή Onas.22.4, περιπέτειαι Plb.3.4.5, θέαμα Ph.2.91, πάθη Plu.2.347a
neutr. plu. sup. como adv. ἐκπληκτικώτατα ἐβόα Ael.NA 11.32, ἐκπληκτικώτατα ... βλέψαι καὶ φθέγξασθαι μέγα lanzar miradas terroríficas y dar grandes voces de Héctor en combate, Philostr.Her.52.7.
III adv. -ῶς
1 de manera terrible o terrorífica αὐτοῖς ἐ. ὁ βασιλεὺς προσφέρεται D.S.14.25, ἐ. πρὸς ἀγῶνα κατεσκευασμένοι Plu.Tim.27.
2 con entusiasmo τοῦ δὲ πλήθους ... ἐ. αὐτὸν ἀποδεξαμένου Plb.10.5.2.

German (Pape)

[Seite 774] ή, όν, erschreckend, betäubend; θόρυβος Thuc. 8, 92; oft bei Pol.; τοῖς ἐχθροῖς, Xen. Hipparch. 8, 18. – Adv. ἐκπληκτικῶς, furchtbar, D. Sic. 14, 25; ἀποδέχεσθαί τινα, mit Staunen u. Bewunderung, Pol. 10, 5, 2; ἐκπληκτικωτάτως, Ael. N. A. 11, 32.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à frapper de stupeur ou d'étonnement, effrayant.
Étymologie: ἐκπλήσσω.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπληκτικός: потрясающий, ужасающий (θόρυβος Thuc.; ἀναγνώρισις Arst.); наводящий страх (τοῖς ἐχθροῖς Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπληκτικός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ἔκπληξιν, θόρυβος Θουκ. 8. 92· ἐκπλ. τοῖς ἐχθροῖς Ξεν. Ἱππαρχ. 8. 18· ἐκπληκτικώτερον Ἀριστ. Ποιητ. 25, 8. ― Ἐπίρρ. -κῶς, μετ’ ἐκπλήξεως, Πολύβ. 10. 5, 2· φοβερῶς, Διοδ. 14. 25· ὑπερθ. -ώτατα, Αἰλ. π. Ζ. 11. 32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκπληκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί έκπληξη
2. θαυμαστός, υπέροχος.

Greek Monotonic

ἐκπληκτικός: -ή, -όν (ἐκπλήσσω), αυτός που προξενεί, που προκαλεί έκπληξη, καταπληκτικός, τρομακτικός, φοβερός, εντυπωσιακός, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐκπληκτικός, ή, όν ἐκπλήσσω
striking with consternation, astounding, Thuc.

Lexicon Thucydideum

formidolosus, terrifying, dreadful, 8.92.7.