ἀντίταξις
εἰς τὸν τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A a setting in array against, ἡ σφετέρα ἀ. τῶν τριήρων their ships ranged for battle, Th.7.17; ἀ. ποιεῖσθαι πρός τινα, = ἀντιτάσσεσθαι, Id.5.8, cf.Phld.Piet.12; contest, of bulls fighting, Hierocl. p.11A.
2 generally, opposition, D.H.10.57, Plu.2.663b, Andronic. Rhod.p.572M.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 en cont. milit. alineación en contra πρὸς τὴν σφετέραν ἀντίταξιν τῶν τριήρων Th.7.17, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.5.8, cf. Phld.Piet.p.79.19.
2 embestida de los toros, Hierocl.p.11
•en gener. oposición, lucha πρὸς ἅπαν D.H.10.57, cf. Plu.2.663b, Ἔρις δὲ παρόρμησις εἰς ἀντίταξιν κακοποιητικήν Andronic.Rhod.p.572, πρὸς τὸν λόγον Plot.2.4.15
•enfrentamiento πρὸς θάλπος καὶ χειμῶνα Philostr.Ep.29.
German (Pape)
[Seite 262] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de ranger en bataille contre;
2 résistance.
Étymologie: ἀντιτάσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίταξις: εως ἡ
1 построение (войска) к бою (ἀντίταξιν ποιεῖσθαι πρός τινα Thuc.);
2 сопротивление (ἀ. καὶ διαφορά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίταξις: -εως, ἡ, (ἀντιτάσσω) ἀντιπαράταξις, ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι πρός τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 663Β, κτλ.
Greek Monolingual
ἀντίταξις, η (Α)
1. αντιπαράταξη
2. αντίθεση, αντίδραση.
Greek Monotonic
ἀντίταξις: -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.
Middle Liddell
Lexicon Thucydideum
aciei adversus hostes instructio, drawing up of the battle line against the enemy, 5.8.2, 7.17.4.